Σημείο των καιρών; Ανησυχητικό μήνυμα για το μέλλον; Αποτύπωση της δραματικής επικρατούσας κατάστασης για μεγάλο αριθμό συνανθρώπων μας; Όπως και να ’χει, η πραγματικότητα είναι ούτως ή άλλως ζοφερή, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι στην Αττική στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή τους επιβίωση στην «καλοσύνη των ξένων», στα δωρεάν συσσίτια που παρέχουν για άστεγους και άπορους υπηρεσίες των δήμων και η Εκκλησία.
Η εικόνα των ανθρώπων που εξαρτούν την επιβίωσή τους από τη φιλανθρωπία της Εκκλησίας μέχρι πρόσφατα αποτελούσε περιστασιακό σύμπτωμα, το οποίο εντοπιζόταν κυρίως σε κάποιες ενορίες όπου οι εθελοντές παρείχαν ένα πιάτο φαγητό σε ανθρώπους των οποίων τα προβλήματα ήταν λίγο-πολύ γνωστά στους ενορίτες. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η εικόνα αυτή έχει αλλάξει άρδην. Όπως υπογράμμισε στην «F.S.» ο π. Βασίλειος Χαβάντζας, συντονιστής των κοινωνικών υπηρεσιών της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, «σήμερα η Εκκλησία μοιράζει 10.000 μερίδες φαγητό ημερησίως. Οι 5.000 προέρχονται από το κεντρικό συσσίτιο της Αρχιεπισκοπής και περίπου άλλες τόσες από τα κέντρα αγάπης των ενοριών. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετέχουν 72 ενορίες, και, αν και πολλές από αυτές είχαν ήδη προγράμματα συσσιτίων, το τελευταίο διάστημα ο αριθμός των μερίδων που καθημερινά παρέχουν έχει αυξηθεί πάρα πολύ». Ο π. Βασίλειος τόνισε ότι «παλαιότερα οι ενορίες έδιναν σε καθημερινή βάση, ας πούμε, 50-60 μερίδες, που ανταποκρίνονταν στις τοπικές ανάγκες. Πριν από ενάμιση χρόνο η Αρχιεπισκοπή ξεκίνησε το πρόγραμμα στην Ομόνοια με περίπου 1.200 μερίδες φαγητό ημερησίως, και τώρα φτάσαμε, όπως ξαναείπα, στις 5.000 μερίδες».
Η ανθρωπογεωγραφία της φτώχειας
Σχετικά με τους ανθρώπους που εξαρτούν την καθημερινή τους τροφή από τα συσσίτια της Εκκλησίας, ο π. Βασίλειος σημείωσε ότι «στις ενορίες αρχικά ήταν άνθρωποι που η ενορία γνώριζε ότι είχαν ανάγκη. Στα συσσίτια στο κέντρο οι άνθρωποι που αρχικά έρχονταν ήταν κυρίως άστεγοι και μετανάστες. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου έρχονται κι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν άλλου είδους προβλήματα, που μπορεί μέχρι χθες να είχαν μια δουλειά την οποία σήμερα έχουν χάσει. Υπάρχει αλλαγή των δεδομένων». Συμπλήρωσε, δε, ότι «μια κατηγορία είναι άνθρωποι που ζουν στο δρόμο: άστεγοι, μετανάστες κτλ. Υπάρχουν όμως κι άλλοι, που, αν και δεν βρίσκονται στο δρόμο, αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και προσφεύγουν στα συσσίτια προκειμένου να καλύψουν κάποιες βασικές τους ανάγκες. Κι εδώ το θέμα γίνεται πιο λεπτό, καθώς ανάμεσά τους υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν θέλουν να “εκτεθούν” μέσα από αυτή τη διαδικασία». Ο π. Βασίλειος επισήμανε ότι στην παρούσα φάση η Αρχιεπισκοπή εξετάζει τα δεδομένα για ενδεχόμενη ανάγκη αύξησης του αριθμού των μερίδων φαγητού που διανέμονται κάθε μέρα, αν και υπογράμμισε ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στην οικονομία. Πάντως, τόνισε ότι «το πνεύμα του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου είναι ότι, αν και η Εκκλησία δεν μπορεί να καλύψει όλες τις οικονομικές ανάγκες των ανθρώπων, ιδίως μέσα στην κρίση, τουλάχιστον το στοιχειώδες, το να έχουν να φάνε ένα πιάτο φαγητό την ημέρα, να μπορεί να καλυφθεί».
Διπλασιασμός μέσα σε έξι μήνες
Αν η εικόνα για το κέντρο της Αθήνας, όπου γίνονται τα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, είναι πιο «εμφανής», εξίσου μεγάλο βάρος πέφτει και στις ενορίες, όπου οι ιερείς διαπιστώνουν ότι οι άνθρωποι που εξαρτούν σχεδόν απόλυτα την καθημερινή τους τροφή από τα συσσίτια της Εκκλησίας πολλαπλασιάζονται με ταχείς ρυθμούς. Μιλώντας στην «F.S.», o π. Γεώργιος Σχοινάς, της ενορίας του Αγ. Δημήτριου του Λουμπαρδιάρη, τόνισε ότι «ο αριθμός των μερίδων που δίνουμε καθημερινά έχει σχεδόν διπλασιαστεί το τελευταίο εξάμηνο και από τις 120 έχει φτάσει τις 200». Ο π. Γεώργιος επισήμανε ότι στα συσσίτια της ενορίας του «έως πρόσφατα είχαμε άστεγους, τοξικομανείς και οικονομικούς μετανάστες, καθώς και λιγοστές περιπτώσεις άλλων τάξεων. Όμως πλέον αυτές οι περιπτώσεις έχουν γίνει πολύ περισσότερες. Μιλούμε για περιπτώσεις χαμηλοσυνταξιούχων, που έχουν ενοίκιο, έχουν τις εισφορές για φάρμακα και δεν βγαίνουν οικονομικά. Έχουμε, ακόμα, και περιπτώσεις οικογενειών που ήταν υπερχρεωμένες σε δάνεια και κάρτες και κάποια στιγμή, με μειώσεις μισθών ή ανεργία, έχουν φτάσει στο σημείο της φτώχειας. Και αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων διαρκώς αυξάνονται. Οι ηλικίες των ανθρώπων που έρχονται σ’ εμάς κυμαίνονται από 20 έως 65 ετών».
Ευγνωμοσύνη αλλά και θυμός
Ο π. Γεώργιος σημείωσε ότι οι άνθρωποι που καθημερινά προστρέχουν στην ενορία του για μια μερίδα φαγητό «δείχνουν ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη του συσσιτίου. Ωστόσο πρέπει να τονίσω ότι μιλάμε για ανθρώπους που πλέον είναι βεβαρημένοι, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά. Δεν έχουν άνεση να έρχονται στα συσσίτια, αλλά, από την άλλη μεριά, έχουν αρκετή οργή για την απουσία του κράτους, και αυτό το εισπράττουμε καθημερινά. Το προνοιακό έργο κατά 80% το παρέχει σήμερα η Εκκλησία. Αν κάποιος ξεκινήσει από την Παραλιακή και φτάσει ως την Ακρόπολη, στη διαδρομή αυτή θα συναντήσει 10-12 στέγες γερόντων και σε κάθε ενορία ένα συσσίτιο. Στην ίδια περιοχή δεν θα βρείτε ούτε ένα κρατικό ίδρυμα. Έτσι, εμείς βρισκόμαστε σε σχετικά δύσκολη θέση, διότι όλα αυτά χρειάζονται αρκετά χρήματα, τα οποία προέρχονται από το λαό. Κατά κάποιον τρόπο η Εκκλησία κάνει μια αναδιανομή του πλούτου, απευθυνόμαστε σε αυτούς που ακόμα έχουν λίγο να προσφέρουν σε αυτούς που δεν έχουν τίποτα. Ωστόσο δεν ξέρω μέχρι πότε θα μπορεί να γίνεται αυτό». Παράλληλα, ο π. Γεώργιος υπογράμμισε το ρόλο των εθελοντών σε αυτόν το «μηχανισμό», λέγοντας ότι στη δική του ενορία –αντίστοιχα συμβαίνουν και στις άλλες ενορίες– υπάρχουν περίπου 60 νέοι άνθρωποι οι οποίοι εθελοντικά «έχουν επιφορτιστεί με το συσσίτιο, τις επισκέψεις σε ιδρύματα, τις κατ’ οίκον επισκέψεις, καθώς υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν μπορούν να έρθουν στα συσσίτια, και την παροχή μερίδων που περισσεύουν σε ανθρώπους εκτός ενορίας».
Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι στην Αττική στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή τους επιβίωση στην «καλοσύνη των ξένων», στα δωρεάν συσσίτια που παρέχουν για άστεγους και άπορους υπηρεσίες των δήμων
και η Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου