Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Μια νέα βιογραφία απομυθοποιεί τον Λέοντα Τρότσκι

Όταν το 1940, ένας πράκτορας του Στάλιν δολοφόνησε στη πόλη του Μεξικού τον Λέοντα Τρότσκι, ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος James T. Farrell, έγραψε για αυτό στο περιοδικό Partisan Review: «Η ζωή του Leon Trotsky, είναι ένα από τα μεγαλύτερα τραγικά δράματα της σύγχρονης ιστορίας». Έτσι ξεκίνησε τη νεκρολογία του ο Farrell, και τη συνέχισε ακόμη πιο «λατρευτικά» γράφοντας πως ο Τρότσκι «…έθεσε το μυαλό και τη θέλησή του εναντίον των δεσποτικών ηγετών μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, έχοντας πλήρη γνώση της δύναμης, των πόρων, της πονηριάς, και της σκληρότητας των αντιπάλων του.  Ο Τρότσκι δεν διέθετε παρά ένα μόνο όπλο, τις ιδέες του. Το θάρρος ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, η θέλησή του ποτέ δεν λύγισε…».
Απέναντι στη μικρή αλλά γεμάτη επιρροή ομάδα των Αμερικανών θαυμαστών του, ο Τρότσκι φάνταζε ως ένα είδος σοβιετικού Γαριβάλδη ή George Washington, που πολεμούσε για την ελευθερία, απέναντι σε ένα τυραννικό καθεστώς. Το μόνο πρόβλημα όμως είναι, όπως αποδεικνύεται στη νέα βιογραφία του Robert Service με τον τίτλο Trotsky (Harvard University Press), ότι ο Ρώσος επαναστάτης ήταν και ο ίδιος, ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για τη δημιουργία του τυραννικού αυτού καθεστώτος. Στην οκτωβριανή επανάσταση του 1917, ο Τρότσκι ήταν ο υπαρχηγός του Λένιν, στην εξέγερση των μπολσεβίκων που τους οδήγησε τελικά στην ανάληψη της εξουσίας. Στα χρόνια του εμφυλίου που ακολούθησαν, ο Τρότσκι ανέλαβε το ρόλο του κομισάριου  του κόκκινου στρατού, και σχεδίασε τις εκστρατείες, που προκάλεσαν μεγάλο πόνο και καταστροφές στους πληθυσμούς της Ρωσίας, της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Κανένας από τους υπόλοιπους ηγέτες της επανάστασης δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει στο ζήλο που επέδειξε για τη κολεκτιβοποίηση και τον τρόμο, ή στην απόλυτη προσήλωσή του στη διάδοση της κομμουνιστικής επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Service, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της Σοβιετικής Ένωσης και συγγραφέας βιογραφιών του Λένιν και του Στάλιν, συμπυκνώνει την ετυμηγορία  του για τον Τρότσκι ως εξής: «Ήταν κοντά στον Στάλιν στις προθέσεις,  αλλά και στις πρακτικές του. Δεν είναι καθόλου πιθανό, πως αν ήταν στη θέση του Στάλιν, θα δημιουργούσε έναν πιο ανθρώπινο σοσιαλισμό… Λάτρευε τον τρόμο».
Πως  λοιπόν ο Τρότσκι, μπόρεσε και  έγινε  λατρευτικό σύμβολο, για  μερικούς από τους εξυπνότερους Αμερικανούς αριστεριστές; Σύμβολο ενός πιο ανθρώπινου και δημοκρατικού κομμουνισμού;  Εν μέρει, όπως γράφει ο Service, και όπως φαίνεται και από τον επικήδειο του Farrell, ο Τρότσκι μυθοποιήθηκε λόγω της «…αφέλειας των θαυμαστών του. Παρέμεναν τυφλοί μπροστά στην περιφρόνηση που έτρεφε για τις αξίες τους ο Ρώσος επαναστάτης. Σαν επισκέπτες σε ένα ζωολογικό κήπο, έτρεφαν συμπάθεια για το τραυματισμένο θηρίο». Για τους Εβραίους διανοούμενους,  που απάρτιζαν το Partisan Review, ο Τρότσκι ήταν μια ακαταμάχητη μορφή, μια και αποτελούσε για αυτούς τον σημαντικότερο Εβραίο διανοούμενο που έζησε ποτέ. Και ενώ αυτή η πλευρά της παρακαταθήκης του Τρότσκι, αποτελεί μικρό μόνο μέρος του βιβλίου του Service, δεν παύει να είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της πολιτικής ιστορίας των Εβραίων της Αμερικής. Το βιβλίο Trotsky, βοηθάει πολύ στο να μπορέσει να ερμηνευθεί η έλξη που άσκησε ο επαναστάτης αλλά και ο κίνδυνος που απέπνεε αυτός τον οποίο οι οπαδοί του αποκαλούσαν χαϊδευτικά «ο γέρος».
Γεννήθηκε το 1879 ως Leiba Bronstein, το όνομα Τρότσκι ήταν ψευδώνυμο, όπως αυτά του Λένιν (Vladimir Ulyanov)  και του Στάλιν (Iosif Dzugashvili). Οι γονείς του, σε αντίθεση με τους περισσότερους Εβραίους της Ρωσίας, ήταν αγρότες. Ανήκαν σε μια αποικία Εβραίων της Πολωνίας, που εγκαταστάθηκαν στην Ουκρανία στα πλαίσια ενός τσαρικού προγράμματος που στόχευε στη διασπορά και κοινωνική ενσωμάτωση του εβραϊκού πληθυσμού. Όπως αναφέρει ο Service στο βιβλίο του, η αγροτική καταγωγή του Τρότσκι, σήμαινε πως η ζωή του δεν είχε πολλά κοινά στοιχεία με αυτή των υπόλοιπων Εβραίων. Οι γονείς του δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, και τον έστειλαν σε Λουθηρανικό σχολείο στην Οδησσό. Πολύ σύντομα, όπως πολλοί μη θρησκευόμενοι Εβραίοι της γενιάς του, ο Τρότσκι έγειρε προς το κομμουνιστικό επαναστατικό κίνημα. Εν μέρει εξαιτίας του ιδεαλισμού του, εν μέρει εξαιτίας της αντιδραστικής και αντισημιτικής τσαρικής διακυβέρνησης, ο Τρότσκι έγινε ένθερμος κομμουνιστής. Ήταν μάλιστα, μόλις 18 χρόνων όταν συνελήφθη, μαζί με άλλους νεαρούς που ήταν μέλη της μικρής και ερασιτεχνικής επαναστατικής ομάδας του, και εξορίστηκε στη Σιβηρία. Όπως όμως συνέβη και σε πολλούς άλλους Ρώσους επαναστάτες, η Σιβηρία δεν ήταν μόνο εξορία, αλλά αποτέλεσε και ένα είδος επαναστατικού σχολείου για τον νεαρό Bronstein. Εκεί ο Τρότσκι παντρεύτηκε μια νεαρή συγκροτούμενη  του, την επίσης Εβραία Alexandra Sokolovskaya, και μαζί απέκτησαν δυο παιδιά. Ερχόμενος σε επαφή με άλλους κομμουνιστές, άρχισε να διαβάζει τη παράνομη εφημερίδα Iskra (Σπίθα).  Η συντακτική ομάδα της εφημερίδας αυτής που εκδίδονταν στο Λονδίνο και στη Γενεύη, συμπεριελάμβανε και τον Vladimir Lenin, και ο Τρότσκι ένιωσε την ανάγκη να ενταχθεί στην ομάδα. Με μια περίεργη ευκολία, και χρησιμοποιώντας πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα,   κατάφερε να αποδράσει,  και διασχίζοντας ολόκληρη την Ευρώπη,  να παρουσιαστεί στα γραφεία της εφημερίδας στο Λονδίνο,  προσφερόμενος ως εθελοντής. (Είναι ειρωνικό αν σκεφτεί κανείς πως σε σχέση με την μετέπειτα KGB και τις Gulag, η τσαρική αστυνομία φαντάζει ως καλοπροαίρετη ή ανίκανη). Σύντομα έγινε γνωστό πως ο Τρότσκι διέθετε ιδιαίτερο ταλέντο στη γραφή. Μάλιστα, στη πρώτη συνάντησή τους, Ο Λένιν αναφώνησε: «Α, έφτασε η πένα!».  Και με τη πένα του είναι που έγινε γνωστός στους επαναστατικούς κύκλους μέσα και έξω από τη Ρωσία, γράφοντας για λογαριασμό της Iskra, και άλλων παράνομων αλλά με μεγάλη αναγνωσιμότητα εφημερίδων. Το1905, όταν ξέσπασε η πρώτη ρωσική επανάσταση, ο Τρότσκι επέστρεψε  κρυφά  στη χώρα, όπου ανακάλυψε ότι διέθετε επίσης, και εκπληκτικό ταλέντο στη ρητορική. Και έτσι, αν και μόλις 25 χρόνων, έγινε ο επικεφαλής του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης. Όταν όμως η επανάσταση καταπνίγηκε, συνελήφθη εκ νέου, και δραπέτευσε για μια ακόμη φορά.
Το 1917, οι περιπλανήσεις του τον οδήγησαν στη Νέα Υόρκη, όπου έτυχε υποδοχής ήρωα, εκ μέρους των εμιγκρέδων σοσιαλιστών  από τη ρωσική αυτοκρατορία, κυρίως Εβραίων. Άρχισε μάλιστα να γράφει άρθρα για την εβραϊκή σοσιαλιστική εφημερίδα Forverts. Ένα από τα ειρωνικά στοιχεία που προκύπτουν για τον Τρότσκι, είναι ότι παρά την άρνησή του να αναζητήσει κάποια εβραϊκή ταυτότητα, έμοιαζε να μπλέκει όλο και πιο πολύ με εβραϊκές συναναστροφές και επιρροές. Όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο «Ο Τρότσκι και οι Εβραίοι» του βιβλίου του Service, ακολουθούσε μια αυστηρή και ορθόδοξη μαρξιστική γραμμή σε θέματα εθνικότητας και θρησκεύματος: «Είχε πάψει να είναι Εβραίος διότι ο μαρξισμός είχε εξαλείψει τα απομεινάρια της καταγωγής του». Απεχθάνονταν τον σιωνισμό, όπως απεχθάνονταν και την εβραϊκή σοσιαλιστική  Bund που κυριαρχούσε τότε. Είναι εντυπωσιακό, το  πόσοι στενοί του σύντροφοι ήταν Εβραίοι «μη Εβραίοι» όπως και ο ίδιος. Θα μπορούσε κάποιος να πει, αν και στο βιβλίο δεν αναδεικνύεται, πως η επιθετική απόρριψη της «εβραϊκότητας» αποτελούσε το συνδετικό κρίκο με τον οποίο ο Τρότσκι και οι υπόλοιποι συναγωνιστές του, βίωναν την «εβραϊκότητά» τους.
Όταν τον Φεβρουάριο του 1917, ο Τσάρος ανατράπηκε,  ο Τρότσκι σχεδίασε την επιστροφή του στη Ρωσία, και κατέφτασε στην Αγία Πετρούπολη στις 4 Μαΐου, έναν μήνα μετά τον Λένιν.
Ο Service περιγράφει στο βιβλίο του τις πολύπλοκες και ευμετάβλητες συνθήκες της επαναστατικής εκείνης περιόδου, τις προόδους και τις υποχωρήσεις των μπολσεβίκων, μέχρι που τελικά υπό την ηγεσία των Λένιν και Τρότσκι, μπόρεσαν κα κατέλαβαν τη πρωτεύουσα αλλά και την εξουσία, τον Οκτώβριο του 1917. Και μετά ακολούθησαν τα χρόνια του θριάμβου, της εξουσίας και της σκληρότητας. Και λίγο πιο μετά ακολούθησε η μεγάλη πτώση, που μετέτρεψε τον κομισάριο σε σοσιαλιστή μάρτυρα.
Από το 1923, και καθώς ο Λένιν υπέστη αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, ο Τρότσκι ενεπλάκη σε ένα σκληρό γραφειοκρατικό και προπαγανδιστικό πόλεμο με τον Στάλιν,  όσον αφορά στο ποιος θα τον διαδεχτεί. Ο Τρότσκι ξεκίνησε τη μάχη διαθέτοντας πολλά πλεονεκτήματα. Ο μεγάλος του ρόλος στον εμφύλιο πόλεμο τον είχε καταστήσει εμβληματική μορφή. Και επίσης παρέμενε ακόμη,  ένας λαμπρός συγγραφέας αλλά  και ρήτορας. Και το κυριότερο, αποτελούσε την επιλογή του ίδιου του Λένιν. Ο άρρωστος ηγέτης είχε υπαγορεύσει μια «διαθήκη» στην οποία προειδοποιούσε πως η διαμάχη μεταξύ Τρότσκι και Στάλιν εμπεριείχε τον κίνδυνο να διασπάσει το κομμουνιστικό κόμμα, και υποστήριξε καθαρά τον Τρότσκι. «Ο Στάλιν είναι ωμός και άξεστος, και αυτή η ανεπάρκεια… δεν είναι ανεκτή για το αξίωμα του Γενικού Γραμματέα».
Το πραγματικό ερώτημα, όπως το θέτει ο Service, είναι το πώς και το γιατί, ο Τρότσκι, που διέθετε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, επέτρεψε στον Στάλιν να τον εξουδετερώσει, έτσι ώστε έως το 1928 να έχει χάσει κάθε του αξίωμα, να έχει διαγραφεί από το κόμμα, και τελικά να εξοριστεί. Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι, πως ο Τρότσκι, ίσως υποσυνείδητα, να μην ήθελε στη πραγματικότητα να αντικαταστήσει τον Λένιν στην ηγεσία του κράτους. Για αυτό και στερούνταν «…την αποφασιστικότητα για μια συντονισμένη απόπειρα ανάληψης της εξουσίας». Και ενώ ο Στάλιν, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία μπόρεσε και χειραγώγησε τη στελέχωση του κόμματος, γεμίζοντας το Politburo με υποστηρικτές του, ο Τρότσκι παρέμενε απόμακρος, υπερόπτης και ανελαστικός. Όταν υπήρχε ζήτημα να απευθυνθεί σε μεγάλα πλήθη με τις ομιλίες του, ή να συντάξει εμπρηστικά κείμενα, ο Τρότσκι ήταν ανίκητος. Όταν όμως έπρεπε να δημιουργήσει φιλίες και συμμαχίες, ήταν τελείως απόμακρος.
Και τέλος, υπήρχε ένας ακόμη παράγοντας στην έλλειψη θέλησης εκ μέρους του Τρότσκι.  Το 1917, λίγο μετά την επανάσταση, ο Λένιν ήθελε να τον ορίσει κομισάριο επί των Εσωτερικών Υποθέσεων, κάτι που θα τον έκανε και αρχηγό της μυστικής αστυνομίας. Ο Τρότσκι αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι θα ήταν «…απαράδεκτο για έναν Εβραίο να αναλάβει την αστυνομία σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο αντισημιτισμός. Αν φανεί πως οι Εβραίοι καταπιέζουν τους Ρώσους, μπορεί να ξεσπάσουν μέχρι και πογκρόμ εναντίον τους…». Για τον ίδιο λόγο είχε αρχικά αρνηθεί να αναλάβει και την ηγεσία του ερυθρού στρατού, ενώ αρνήθηκε και τη πρόσκληση του Λένιν να αναλάβει ως υπαρχηγός του, από το 1922. Όπως γράφει ο Service, «Η κομματική ηγεσία είχε ταυτιστεί με μια εβραϊκή συμμορία… και ο Τρότσκι πίστευε πως η δεσπόζουσα θέση του στη κυβέρνηση, στο κόμμα, και στο στρατό, προκαλούσαν πρακτική ζημιά στους σκοπούς της επανάστασης».
Αν ο Τρότσκι επέτρεψε τελικά στον Στάλιν να τον νικήσει κατά κράτος, αυτό ίσως να οφείλεται στις φοβίες για τις συνέπειες που θα προέκυπταν,  αν ένας  Εβραίος αναλάμβανε την ηγεσία της ΕΣΣΔ. Τέτοιες όμως συνειδησιακές αρχές, δεν έπαιζαν κανέναν απολύτως ρόλο για τους πολέμιους  των Εβραίων.  Την εποχή που ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία, με τη βοήθεια του φόβου αλλά και του μίσους των Γερμανών για τον «Ιουδαϊκό Μπολσεβικισμό», ο Τρότσκι είχε από καιρό καταστεί ανύπαρκτη οντότητα στη σταλινική Σοβιετική Ένωση. Ένας Εβραίος ραβίνος το έθεσε σωστά, όταν είπε πως: «Οι Τρότσκι κάνουν τις επαναστάσεις, και οι Bronstein πληρώνουν το τίμημα…».

Τα Μεγάλα Εγκλήματα των Σταλινικών Κόκκινων Φασιστών Εντός Ελλάδας

Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΙΣΤΩΝ

Είναι αφάνταση η λύσσα με την οποίαν κυνήγησαν οι σταλινικοί τους διεθνιστές, με τη μάσκα του πατριώτη αυτή τη φορά, στη διάρκεια της κατοχής, του πολέμου και τον Δεκέμβρη.
Και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κυνηγήθηκαν οι διεθνιστές, φυλακίστηκαν, κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πέρασαν από δίκες εσχάτης προδοσίας. Η Λούξεμπουργκ, ο Λήμπνεχτ και εκατοντάδες άλλοι σπαρτακιστές βρίσκονταν στις φυλακές σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το ίδιο στη Ρωσία, στην Αμερική, Βόρεια, Νότια και Κεντρική, χιλιάδες αγωνιστές βρίσκονταν στα κάτεργα και στα στρατόπεδα. Στη Γερμανία κατά και μετά τις επαναστατικές μάχες του Γενάρη του 1919 εκατοντάδες σπαρτακιστές δολοφονήθηκαν άγρια και μεταξύ αυτών η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπνεχτ. Το έργο του δολοφόνου είχαν τότε αναλάβει παρακρατικές οργανώσεις της δεξιάς, επαγγελματίες φονιάδες στην υπηρεσία καϊζερικών αξιωματικών και άτομα ανάπηρα πνευματικά. Και μην ξεχνάμε όχι με την ανοχή, αλλά με την προτροπή της Σοσιαλδημοκρατίας.
Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το έργο του δολοφόνου το ανέλαβαν οι σταλινικοί. Και εδώ, στην Ελλάδα, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το εκτέλεσαν με τη μεγαλύτερη λύσσα. Ξεπέρασαν ότι από προηγούμενα γνωρίζουμε σε αγριότητα, κτηνωδία και σαδισμό, ξεπέρασαν και τα πιο βρώμικα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και τις μαζικές σφαγές των μαύρων από την Κου Κλουξ Κλαν.
Αγωνιστές γνωστούς, αφοσιωμένους με όλη τους την ψυχή στο απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων, δοκιμασμένους από χρόνια φυλακή, εξορία και βασανιστήρια, τους έσφαζαν τους έκοβαν το λαιμό ή τους κάνανε λυώμα το κεφάλι με ρόπαλα. Από τις εκατοντάδες των αγωνιστών που έπεσαν κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του σταλινικού δολοφόνου θα αναφέρουμε μερικά ονόματα: Τον Δημοσθένη Βουρσούκη, αγωνιστή από τους πιο εκλεκτούς τους πιο αφοσιωμένους, πιο δραστήριους, πιο μορφωμένους, δραπέτη της Ακροναυπλίας, τον έπιασαν και τον σκότωσαν τις μέρες της «απελευθέρωσης» και της «εθνικής κυβέρνησης». Τον Θύμιο Αδραμυτίδη, υπάλληλο του Ευαγγελισμού από τους πιο αγνούς και σεμνούς αγωνιστές που οι συνάδελφοι του τον είχαν εκλέξει παμψηφεί στη διοίκηση του συνδικάτου τους, τον σκότωσαν μέσα στην αυλή του Ευαγγελισμού, το πρωί της 3ης Δεκέμβρη 1944, όταν καλούσαν συλλαλητήριο για την «ελευθερία» και τα «δικαιώματα» του λαού. Τον Θανάση Οικονόμου, φοιτητή, στέλεχος της ΕΠΟΝ του Γκύζη που πέρασε στις γραμμές των διεθνιστών, τον σκότωσαν αφού πρώτα του έβγαλαν τα μάτια. Τον Παναγιώτη Τσιγγέλη, εργάτη, δραπέτη από τα νησιά, τον έσφαξαν αμέσως όταν τον έπιασαν στη Βάθη, με μαχαίρι όπως σφάζουν τα αρνιά. Σκότωσαν τον Νίκο Αραβαντινό, παληό διεθνιστή κομμουνιστή, πασίγνωστο σε όλη την Κεφαλονιά για τους αγώνες του στο εργατικό και αγροτικό κίνημα, με πολλά χρόνια φυλακή και εξορία. Τον πατέρα του, γνωστό προοδευτικό δάσκαλο τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. Σκότωσαν τον Σταύρο Βερούχη, ανάπηρο πολέμου, τυφλό από πολεμικό αέριο, γραμματέα της «Ομοσπονδίας αναπήρων και θυμάτων πολέμου» και εκλέκτορα της ΠΕΕΑ. Αυτόν τον σκότωσαν γιατί, όταν στο Πλατανιστό της Εύβοιας ανακάλυψαν μια αποθήκη με λάδια, αυτός επέμενε να διανεμηθεί το λάδι στους αγρότες που πέθαιναν από αποβιταμίνωση και όχι στην «Επιμελητεία του Αντάρτη» που ζητούσε ο υπεύθυνος του ΚΚΕ. Σε λίγες μέρες τον πήραν για μια δήθεν σύσκεψη της ΠΕΕΑ και στο δρόμο κυριολεκτικά τον αποκεφάλισαν. Σκότωσαν τον Γ. Δόξα εργάτη ελαιοχρωματιστή, τον Μ Μούσκα γκαρσόνι, τους αδελφούς Θεμελή καπνεργάτες, τον Κ. Χαριτωνίδη επαγγελματία, τον Π. Παναγιωτίδη ράφτη, αδελφό του Ν. Παναγιωτίδη που είχε πεθάνει στην Ακροναυπλία, τον Κώστα Δαμαλά τσαγγάρη, τον Στρ. Σπανέα δημοσιογράφο, και άλλους.
Αυτοί είναι ορισμένοι από τις εκατοντάδες διεθνιστές επαναστάτες που πλήρωσαν με τη ζωή τους από το χέρι του σταλινικού δολοφόνου την πίστη τους στο Σοσιαλισμό και την Επανάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φονιάδες ήξεραν ποιους σκότωναν. Ήξεραν ότι σκότωναν επαναστάτες και γιατί ήταν επαναστάτες τους σκότωναν. Δύο από αυτούς τους αρχιδήμιους, ένας Παρασκευάς στην Καισαριανή και ένας Μπάρμπας στον Πειραιά, πέρασαν με την μεγαλύτερη άνεση, μετά την ήττα του ΕΑΜ, στην Ασφάλεια για να συνεχίσουν από εκεί την ίδια δουλειά.
Εκτός από τη δική μας οργάνωση που από την πρώτη μέρα κατήγγειλε την απάτη του «αντιφασιστικού» πολέμου και του «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα, οι πιστοί στην 4η Διεθνή τροτσκιστές, όπως και οι αρχειομαρξιστές, ήταν υπέρ της κριτικής υποστήριξης του ΕΑΜ και ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Και όμως, δεν έκαναν ούτε γι' αυτούς διάκριση. Όπου τους βρίσκανε τους έσφαζαν με την ίδια λύσσα. Μερικοί, κυρίως αρχειομαρξιστές, που πολεμούσαν στις γραμμές τους, είχαν κι αυτοί την ίδια τύχη. Τους σκότωσαν. Οι πιο πολλές από τις μαυροντυμένες μανάδες στο Πολύγωνο, στην Κοκκινιά και στο Αγρίνι ήταν μανάδες τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών αγωνιστών που τα παιδιά τους τα έσφαξαν οι σταλινικοί. Τα περισσότερα εγκλήματα έγιναν στην περίοδο της «απελευθέρωσης», της «Εθνικής Κυβέρνησης» στην οποίαν συμμετείχε και το ΚΚΕ και τον Δεκέμβρη. Στις εφημερίδες του το ΚΚΕ έγραφε:
«Η εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής πολιτικής ζωής, σε τέτοιες στιγμές, είναι εθνικό χρέος. Αποφύγετε την αυτοδικία. Όποιος συλλαμβάνεται θα παραδίνεται στην Αστυνομία επί αποδείξει. Η εντολή αυτή ισχύει με προειδοποίηση προσωπικής ευθύνης των γραμματέων των αχτιδικών».
Και όμως, αυτές ακριβώς τις μέρες είχε εξαπολυθεί ένα γεμάτο λύσσα πογκρόμ εναντίον των επαναστατών διεθνιστών. Η διαταγή ίσχυε μόνον για τους Χίτες, τους τσολιάδες, τους συνεργάτες των αρχών κατοχής, όχι για τους διεθνιστές. Στις καταγγελίες για τις σφαγές η απάντηση τους ήταν: «Εμείς είμαστε μαρξιστές και ο μαρξισμός «ως γνωστόν» καταδικάζει την ατομική τρομοκρατία. Συνεπώς δεν μπορεί να είμαστε εμείς». Και όμως ήξεραν και οι ίδιοι ότι κανείς δεν τους πίστευε και ότι όλοι ήξεραν ποιοί ήταν οι φονιάδες και ποιοί τους είχαν οπλίσει. Όταν έπιασαν τον Βουρσούκη, πήγαμε μια επιτροπή στον Τσιριμώκο που ήταν υπουργός στην «Εθνική Κυβέρνηση» και διαμαρτυρηθήκαμε. Αυτός τρέμοντας, κυριοκεκτικά τρέμοντας, μας λέει προσέχοντας να μην τον ακούσει κανείς: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτε, φυλαχτείτε». Το ΚΚΕ ποτέ δεν είχε το θάρρος να πάρει την ευθύνη γι' αυτή τη σφαγή των διεθνιστών. Και οι σημερινοί «ανανεωτές του κομμουνισμού», που τότε βρίσκονταν στην ηγεσία του ΚΚΕ, ποτέ δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να αναφερθούν σ' αυτή τη σφαγή, όπως και σε σειρά άλλων εγκλημάτων του ΕΑΜ και να δώσουν μια οποιαδήποτε δικαιολογία. Ο τίτλος της ειδικής οργάνωσης των εκτελεστών και των βασανιστών στην υπηρεσία του ΕΑΜ ήταν ΟΠΛΑ. «Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών».

Η ΣΕΙΡΑ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΦΩΝΗΣΑΝ ΜΕ ΤΟ ΚΚΕ
Όσα στελέχη του ΚΚΕ είχαν κατά καιρούς διαφωνήσει με τη γραμμή του, ακόμα και από το πολύ μακρινό παρελθόν, έπρεπε να πεθάνουν.
Σκότωσαν τον Ασημίδη (Γ. Κωνσταντινίδη, Γλαυκό) βασικό ιδρυτικό στέλεχος της ΟΚΝΕ, τελειόφοιτο του ΛΕΝΙΝ-ΚΟΥΡΣ και μέλος της διορισμένης από την Κ.Δ. το Νοέμβρη του 1931, Κεντρικής Επιτροπής του Ζαχαριάδη, ο οποίος επί πλέον τον είχε αποκαλέσει τραμπούκο και παρανοϊκό. Όταν ο Ασημίδης διαγράφηκε από το ΚΚΕ παραιτήθηκε από κάθε πολιτική δράση και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Αυτό δεν ήταν ελαφρυντικό και δεν είχε σημασία. Διαφώνησε, έπρεπε να πεθάνει.
Σκότωσαν τον Π. Σκυτάλη (Παναγιώτη Τζινιέρη) δάσκαλο, τελειόφοιτο της ΚΟΥΤΒ, γραμματέα της περιφερειακής Αθηνών και κατόπιν της Περιφερειακής Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, συγγραφέα σειράς έργων για το εργατικό κίνημα. Στη δικτατορία του Μεταξά βρέθηκε έξω από το ΚΚΕ και στην κατοχή πήγε στο χωριό του, Κουνινά του Αιγίου, και δούλευε στα χωράφια για να ζήσει. Σε όλη την περιοχή και όχι μόνο στο χωριό του ήταν γνωστός, όλοι τον σέβονταν και όλοι τον εκτιμούσαν σαν έναν τίμιο, αγνό και μορφωμένο κομμουνιστή. Κάποια μέρα πέρασε από τα Κούνινα ο Βελουχιώτης και τον ζήτησε. Ο Τζινιέρης ήταν αυτός που είχε πάρει τον Θανάση Κλάρα, τον κατοπινό Βελουχιώτη, στην Περιφερειακή Επιτροπή της Αθήνας, ενώ όλοι οι πριν απ' αυτόν περιφερειακοί γραμματείς ποτέ κανείς δεν του έδωσε σημασία. Συζήτησαν αρκετές ώρες. Ποιος ξέρει τί είπαν. Σε λίγες μέρες τον έπιασαν και συνοδεία τον πήραν στην «Ελεύθερη Ελλάδα». Εκεί τον έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτός κήρυξε απεργία πείνας και οι δήμιοι του τον άφησαν να πεθάνει.
Σκότωσαν τον Α Ντούβα. Το αμάρτημα του ήταν ότι ανήκε στην τάση του Ασημίδη. Αλλά όταν ο Ασημίδης τα παράτησε, αυτός έμεινε στο ΚΚ. Στην Ακροναυπλία του είχαν δώσει και πόστο. Κάποτε φαίνεται θυμήθηκαν ότι είχε διαφωνήσει και διατάχτηκε η εκτέλεση του. Τον αδελφό του τον Γ. Ντούβα, γραμματέα της ΟΚΝΕ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς των Νέων, τον εκτέλεσαν στη Ρωσία μαζί με τους Χαϊτά, Κολοζώφ, Μαρκοβίτη, Κλειδωνάρη, κ.λπ. στη μεγάλη σφαγή των κομμουνιστών από τον Στάλιν το 1936 - 1938.***
Σκότωσαν τον Δαμασκόπουλο, το πιο δραστήριο στέλεχος στους δημοσίους υπαλλήλους. Γι' αυτόν είχε κάποιος υποπτευθεί ότι είναι χαφιές. Πριν από λίγα χρόνια βρήκαν ότι έκαναν λάθος και τον... αποκατέστησαν. Σκότωσαν τον Γάκη και τον Καπένη, παληά στελέχη του ΚΚΕ που πολεμούσαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Αυτοί έπρεπε να πεθάνουν γιατί στην Ακροναυπλία είχαν διαφωνήσει με τον Ιωαννίδη και τον Μπαρτζώτα. Τους κατασκεύασαν ένα κατηγορητήριο από αυτά που κατασκεύαζε ο Βισύνσκυ για προδοσία, κατασκοπεία, κ.λπ. και τους εκτέλεσαν.
Σκότωσαν τον Γιάννη Καλογερίδη, έναν εργάτη απ' αυτούς που την Πρωτομαγιά του 1931 σκότωσαν τον αστυφύλακα Γυφτοδημόπουλο. Καταδικάστηκε πολλά χρόνια φυλακή και έμεινε με τον Τυρίμο, βουλευτή του ΚΚΕ, μέλος του Π.Γ. γραμματέα της Π.Ε. Αθηνών, ο οποίος πέρασε κατόπι στην Ασφάλεια και στην Προσωρινή Επιτροπή που κατασκεύασε ο Μανιαδάκης και κατόπιν στην κατοχή, βρήκε τη θέση του στους τσολιάδες του Ράλλη. Ο Καλογερίδης όταν βγήκε από τη φυλακή δεν μπήκε σε καμιά οργάνωση. Έπιασε δουλειά σ' ένα μαγειρείο στον Πειραιά και εκεί τον βρήκαν και τον σκότωσαν επειδή πριν από πολλά χρόνια είχε διαφωνήσει με τον Τυρίμο.
Σκότωσαν στη Θεσαλονίκη τον Στεργίου, έναν παληό κομμουνιστή καπνεργάτη, πολύ αγαπητό σε όλους τους εργάτες, ανεξάρτητα από τάσεις. Η δολοφονία του είχε προκαλέσει τότε γενική αγανάκτηση σ' ολόκληρη την εργατική τάξη.
Σκότωσαν τον Κ. Σπέρα αναρχικό τσιγάρα, στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, πριν από την ίδρυση της ΓΣΕΕ και αρχηγό της εξέγερσης των μεταλλωρύχων της Σερίφου τον Αύγουστο του 1917. Είχε πάρει μέρος στο Ιο και 2ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, ως εκπρόσωπος των αναρχοσυνδικαλιστών εργατών, των οποίων τις ιδέες υποστήριξε σε αυτά τα συνέδρια. Κατόπι, με την πλήρη επικράτηση του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα, παραιτήθηκε από κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Η μπροσούρα που έγραψε στη φυλακή για την απεργία και τα φονικά γεγονότα της Σερίφου είναι ίσως το σημαντικώτερο ντοκουμέντο για την πραγματική ιστορία του εργατικού κινήματος.
Σκότωσαν τον Στέλιο Αρβανιτάκη, εργάτη τσιγάρα, κύριο εκπρόσωπο της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα και τον μόνο που είχε διαμαρτυρηθεί για τη σφαγή της Κρονστάνδης, το Μάρτη του 1921. Το 1923 - 1924 ήταν από τους αρχηγούς της Κομμουνιστικής Ένωσης του Πειραιά, της Οργάνωσης των πιο μαχητικών προλετάριων του Πειραιά που αποσπάστηκαν από το ΚΚΕ και την οππουρτουνιστική και απεργοσπαστική πολιτική του και βρέθηκε επικεφαλής των απεργών εργατών του Πειραιά σε όλες τις μάχες που έδιναν με τη χωροφυλακή και τους Τσερκέζους του Πλαστήρα. Αποκλείστηκε από το ΚΚΕ με απόφαση της Κ.Δ. και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Από τότε ζοΰσε έξω από κάθε οργάνωση, οπαδός του Αναρχικού Κομμουνισμού και πάντα στην πρώτη γραμμή σε όλες τις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις των εργατών με την Αστυνομία. Η εκτέλεση των παλιών στελεχών που είχαν κατά καιρούς διαφωνήσει με την πολιτική του ΚΚΕ ή πιο σωστά με την πολιτική της ΚΔ είχε αυτή την έννοια: η διαφωνία με την πολιτική της ΚΔ είναι έγκλημα και τιμωρείται με θάνατο, όπως στη Μαφία και στο Συνδικάτο του εγκλήματος. Έτσι εξασφαλίζεται η μονολιθικότητα. Ποιος θα τολμούσε να διατυπώσει διαφορετική γνώμη από την επίσημη;
Σκότωσαν πολλούς ρεφορμιστές συνδικαλιστές παρόλο που οι αρχηγοί του ρεφορμισμού στην Ελλάδα, ο Καλομοίρης και ο Στρατής, συμμετείχαν ενεργά στο ΕΑΜ.
Εκατοντάδες αρχειομαρξιστές αγωνιστές πολέμησαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ με την ψευδαίσθηση της μετατροπής του σε «πραγματικό λαϊκό στρατό στην υπηρεσία της προλεταριακής υπόθεσης». Και όμως, έπεσαν και αυτοί κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του σταλινικού δολοφόνου.
Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από την ομιλία του αρχειομαρξιστή Γ. Ποντίκη στην κοινή Διάλεξη - Συζήτηση που έγινε ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΚΑΚΕ (Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδος) στις 15 Δεκέμβρη του 1946, στο Θέατρο «Αλίκη»:
«... Έτσι εξηγείται η μανία των σταλινικών που κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ ήθελαν να μονοπωλήσουν όλο το κίνημα Αντίστασης. Έτσι εξηγείται πως δολοφονήθηκε ο σύντροφος μας Πονηρός, αγροτικό στέλεχος και ηγέτης της περιφερειακής Φθιωτιδοφωκίδας. Είναι αυτός που επί Μεταξά ξεσήκωσε τους αγρότες και κατέλαβαν τα μοναστηριακά βοσκοτόπια στην Υπάτη και όταν ο Μεταξάς τον συνέλαβε ξεσηκώθηκε όλη η περιοχή σ' ένοπλο συλλαλητήριο και επέβαλε την απελευθέρωση του. Στην ίδια περιοχή δολοφονήθηκαν επίσης τα στελέχη μας Βογιατζής, Λυμπερόπουλος, Πόλμος και άλλοι. Στο Αγρίνιο σύντροφος μας Αναστασίου, πρώτος οργανωτής του αντάρτικου κινήματος Καλυβιών, αφού κατέρριψε σε τρία ανταρτοδικεία τη σκευωρημένη κατηγορία ότι εξ αιτίας του δεν ανατινάχτηκε τραίνο με τσολιάδες και αθωώθηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε από τέταρτο (ανταρτοδικείο) εμπαθών σταλινικών. Την ίδια τύχη είχαν οι σύντροφοι Ξανθόπουλος Μήτσος και Λευτέρης Καπετανάκης, Καλογεράκης, Μάγειρας, Ζησιμόπουλος, ο αδελφός του δολοφονηθέντος το 1926, Λαδά και άλλοι. Στη Βοστίνα Ηπείρου οι σύντροφοι μας έχοντας αναπτύξει σπουδαία αντικεφαλαιοκρατική και αντικατοχική δράση είχαν υποχρεώσει τους σταλινικούς σε ενιαίο μέτωπο στις εκλογές των λαϊκών επιτροπών της περιφερείας ενάντια στους Ζερβικούς. Οι σύντροφοι μας πήραν την πλειοψηφία στο ψηφοδέλτιο λόγω της μεγάλης τους δύναμης. Νικήθηκε ο Ζέρβας, αλλά μόλις δυνάμωσαν οι σταλινικοί μετέφεραν δυνάμεις απ' αλλού και συνέλαβαν και δολοφόνησαν τους ηγέτες της περιοχής, τους συντρόφους μας Θωμά Παπαδόπουλο και Πλιάκο. Στη Μακεδονία, στην περιοχή του Αμυνταίου ο σύντροφος μας Παπαδόπουλος είχε οργανώσει 500 αντάρτες. Οι σταλινικοί τον κάλεσαν να συντονίσει μαζί τους τον αγώνα και κανόνισαν σχετική συνάντηση όπου τον κάλεσαν. Ο σύντροφος μας πήρε το επιτελείο του και πήγε. Οι σταλινικοί τους είχαν στημένη ενέδρα και τους δολοφόνησαν. Στην Έδεσσα ο σύντροφος μας Γκίκας Μακεδόνας, που επί Μεταξά πήγε να πάρει το παράνομο τυπογραφείο του κόμματος μας από τα χέρια των χωροφυλάκων και σκότωσε έναν τραυματίζοντας δυο, τραυματισθείς και αυτός βαρειά, δραπέτης από τους Γερμανούς, δολοφονήθηκε από τους σταλινικούς. Το ίδιο έγινε στην Κοζάνη με το σύντροφο μας Βάμβακα, στην Καβάλλα με το σύντροφο μας Κοκκινογιάννη ο οποίος μαζί με άλλους συντρόφους μας είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τους κατακτητές βούλγαρους φασίστες, όταν έπιασαν το παράνομο τυπογραφείο μας. Και ενώ οι σταλινικοί συνέχιζαν το δολοφονικό τους έργο, είχαμε από την άλλη μεριά τις καταδιώξεις των τριών κατακτητών και τις εκτελέσεις των συντρόφων μας. Έτσι, την ίδια περίοδο οι Γερμανοϊταλοί εκτελούσαν στη Θεσσαλονίκη τον σύντροφο μας Βουγιουκλίδη, στέλεχος των τσαγκαράδων του Πειραιά, στο Νεζερό τον σύντροφο μας Λαμπρόπουλο, υπεύθυνο της «Πάλης των Τάξεων», στην Τρίπολη τον Σαράσχο, στην Αθήνα την Πρωτομαγιά του 1944 τους ακροναυπλιώτες κρατούμενους συντρόφους μας Παπαδημητρόπουλο, Χατζηχρήστο, Ανρή Μπεραχιά, Δ. Γιαννακουρέα και ανάμεσα τους τον κατασυκοφαντημένο από τη σταλινική ηγεσία Πέτρο Ανδρόνη για «χαφιέ», για «μπιλλιετάκι». Ο σύντροφος αυτός ήταν μέλος της Γραμματείας του Π. Γ. του Κόμματος μας. Πιάστηκε στις 13 Απρίλη του 1944 για κατοχή όπλων, βασανίστηκε σκληρά από τους χαφιέδες της Ειδικής και τους Γκεσταπίτες. Αυτόν δεν τον έστειλαν οι Γερμανοί με αεροπλάνο στη Γερμανία ούτε οι Άγγλοι τον μετέφεραν από το Παρίσι στην Αθήνα, αλλά μετά 17 ημέρες, την Πρωτομαγιά του 1944 τον εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Αλλά και 4 άλλοι σύντροφοι μας που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία την ίδια τύχη βρήκαν με τον Ανδρόνη. Δεν γύρισε κανείς. Εν τω μεταξύ η σταλινική ηγεσία μεταφέρει τις δολοφονίες αρχειομαρξιστών στην Αθήνα. Τον Σεπτέμβρη του '44 δολοφονούνται στον Βύρωνα οι φοιτητές σύντροφοι μας Σακελλαρίου και Παπάζογλου ενώ μοίραζαν προκήρυξη που καλούσε το λαό να αγωνιστεί ενάντια στους τσολιάδες του Ράλλη. Έπιασαν και δολοφόνησαν τον ηγέτη των αρτεργατών της Αθήνας το Σεπτέμβρη του 1944. Στη Λάρισα δολοφονείται ο σύντροφος Δαμαλάς που ήταν από τους ιδρυτές του ΕΛΑΣ της περιοχής (...)».
«Και συνέχισαν τις δολοφονίες ενάντια μας συλλαμβάνοντας τις αρχειομαρξιστικές επιτροπές που πήγαν να συνεννοηθούν μαζί τους ή παίρνοντας τα ονόματα τους για να τους συλλάβουν εν καιρώ. Τότε, (23 Σεπτέμβρη του '44) έπιασαν τους συντρόφους μας Πετσίτη και Πετρόγλου στο Βύρωνα και Βεργή στα Πετράλωνα και τους δολοφόνησαν ενώ άλλους όσους μπόρεσαν δολοφόνησαν αργότερα, κατά τα Δεκεμβριανά ή τους τράβηξαν ομήρους. Θα θυμάστε, σύντροφοι και συντρόφισσες, τις παραμονές της απελευθέρωσης στους τοίχους, τη μια έγραφαν οι σταλινικοί, «Ο Σπηλιωτόπουλος είναι προδότης», την άλλη «Πειθαρχείτε στο στρατιωτικό διοικητή Σπηλιωτόπουλο» και τις μέρες της απελευθέρωσης «καλώς ήρθατε γενναίοι μας σύμμαχοι», απευθυνόμενοι στους Άγγλους. Θυμάστε ασφαλώς όλοι, ότι μόλις πάτησε ο Παπανδρέου το πόδι του στο Κερατσίνι αγκάλιασε τον Ζεύγο, τον φίλησε και τον είπε: «Μπράβο Γιάννη, καλά τα κατάφερες» (Ριζοσπάστης). Εμείς τα καταγγείλαμε όλα αυτά αμέσως και η λύσσα της ηγεσίας του Σταλινικού Κόμματος ενάντια μας, γιατί την ξεσκεπάζαμε, αύξανε ολοένα (...)».
«Το κόμμα μας σ' αυτό το διάστημα βρισκόταν κάτω από την πιο μαύρη παρανομία και οι αγωνιστές τον κάτω από την πιο άγρια δίωξη. Αγωνιστές τον ΕΛΑΣ πον απλώς υπήρχε η υπόνοια ότι είναι αρχειομαρξιστές, δολοφονούνται πισώπλατα κατά την διάρκεια μαχών από φανατισμένα στοιχεία κατ' εντολήν της ηγεσίας.
Τις μέρες αυτές πιάνεται ο σύντροφος μας Γιώργης Ζούρης, μέλος της Γραμματείας του ΠΓ του Κόμματος μας, και υπεύθυνος του παράνομου τυπογραφείου, δραπέτης τέσσερις φορές από φυλακές και εξορίες της ελληνικής δημοκρατίας του ιδιωνύμου, τέσσερις φορές επί Μεταξά και δυο επί Γερμανών που την τελευταία ξέφυγε απ' τα χέρια τους. Ο ήρωας αντός τον εργατικού κινήματος του τόπου μας, δολοφονείται από την ηγεσία τον Σταλινικού Κόμματος. Μέσα στον Δεκέμβρη επίσης δολοφονούνται χιλιάδες άτομα, φτωχοί βιοπαλαιστές, εργάτες, υπάλληλοι και διαφωνούντες με τη σταλινική ηγεσία αγωνιστές. Γίνεται ένα πραγματικό αιματηρό όργιο σε βάρος αμέτοχων και αφήνονται ελεύθεροι ύστερα από δωροδοκίες, διάφοροι γνωστοί μεγαλοβιομήχανοι, τραπεζίτες, χωρίς κανένας τραπεζίτης, μεγαλοβιομήχανος ή έμπορος να εκτελεσθεί. Αυτό δείχνει ότι η σταλινική ηγεσία υπηρετεί το προνομιούχο ρωσικό στρώμα που ταυτίζεται με τονς πλουτοκράτες των άλλων χωρών. Αυτή είναι η εξήγηση, ότι ενώ δολοφονεί χιλιάδες καταπιεζόμενους δεν δολοφονεί κανένα μεγαλόσχημα πλουτοκράτη. (...)».

ΑΛΛΑ ΗΡΩΙΚΑ ΑΝΔΡΑΓΑΘΗΜΑΤΑ
Σκότωναν φτωχές γυναικούλες γιατί έπλεναν ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών. Θανάσιμο έγκλημα, επαίσχυντη αντιπατριωτική πράξη. Από πόσο πατριωτικό πάθος θα φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα που έπλενε ρούχα για ένα κομάτι ψωμί για τα παιδιά της.
Σκότωσαν εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που άνοιξαν στο Περιστέρι, μπροστά στην αντιπροσωπεία των αγγλικών εργατικών συνδικάτων όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών. Τα αγγλικά συνδικάτα και το αγγλικό εργατικό κόμμα είχαν τότε ζωηρά διαμαρτυρηθεί για την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, εναντίον μιας δημοκρατικής αντιστασιακής οργάνωσης. Ο Τσώρτσιλ τους πρότεινε να εκλέξουν μια επιτροπή και να την στείλουν στην Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά αυτήν τη «δημοκρατική αντιστασιακή οργάνωση». Αυτοί ήρθαν και είδαν.
Σκότωσαν γυναίκες γιατί από την πείνα ή για να σώσουν τα παιδιά τους δόθηκαν για μια πανιότα ή για μια κονσέρβα σε ιταλούς ή γερμανούς στρατιώτες. Αυτή η περίπτωση ήταν πιο σοβαρή. Δεν επρόκειτο μόνον για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν φιλικές σχέσεις με τους κατακτητές, αλλά προσέβαλαν την εθνική τιμή και υπήρχε κίνδυνος να μπασταρδέψουν τη ράτσα μας. Μια αυθεντία από την υψηλή διανόηση του τόπου μας, αναγνωρισμένος προοδευτικός, εκπαιδευτικός, κ.λπ. προτείνει σ' ένα βιβλίο του που εξακολουθεί να θεωρείται η «Βίβλος της Εθνικής Αντίστασης» ότι αυτές τις γυναίκες θα πρέπει να τις σημαδεύουμε στο μέτωπο μ' ένα καυτό σίδερο ένα «Π», που θα σημαίνει προδότισσα και πόρνη. Αυτό το βιβλίο του Δ. Γληνού δεν θα πρέπει να χαθεί, θα πρέπει να μείνει για την ανθρωπιστική και δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των νέων!
Ακόμα αξίζει οι νέοι να διαβάσουν στην εφημερίδα «Πρωία» εκείνης της εποχής μια στήλη με τίτλο «Ζωή και Τέχνη». Πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο εθνικιστικό δηλητήριο, ξέσπασμα σωβινιστικής λυσσάς εναντίον του ίδιου του ιταλικού λαού που «βύζαξε το γάλα μιας λύκαινας».
Δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι αυτός που το έγραψε είναι ο ίδιος που στο «Φως που καίει» έχει μια πόρνη που λέει «εγώ είμαι η πατρίδα, εγώ είμαι η θρησκεία που βλογάει τους επίσημους φονιάδες, εγώ είμαι η τέχνη για την τέχνη» ****.
Χιλιάδες αθώοι ανύποπτοι άνθρωποι σφαγιάσθηκαν δίχως να ξέρουν γιατί, ούτε αυτοί ούτε εκείνοι που εν ψυχρώ τους εκτελούσαν. Ολόκληρες οικογένειες έχουν ξεκληριστεί με το πρόσχημα της συνεργασίας με τον εχθρό, ενώ στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω απ' αυτά οικογενειακά ή προσωπικά μίση.
Είναι γνωστή η τραγική μοίρα των ιταλών στρατιωτών που βρίσκονταν στην Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο. Ένα μικρό τμήμα απ' αυτούς πολέμησαν εναντίον των Γερμανών. Απ' αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και απ' αυτούς τους αιχμαλώτους λίγοι επέζησαν. Ένα μικρό μέρος έμεινε πιστό στον Μουσολίνι και ένας μικρός αριθμός προσπάθησαν, ατομικά, να κρυφτούν. Βρέθηκαν αρκετοί έλληνες που με κίνδυνο της ζωής τους τους έκρυψαν και τους έσωσαν. Αυτοί που διακινδύνευσαν έτσι τη ζωή τους ήταν απλοί άνθρωποι που δεν ανήκαν σε καμιά εθνικιστική οργάνωση, ούτε δεξιά ούτε «αριστερή».
Στη Λάρισα μια ολόκληρη ιταλική, μεγάλη μονάδα, η Μεραρχία «Πινερόλο», έρχεται σε συννενόηση με τους Άγγλους και με υπεύθυνους του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ και προσχωρεί με τον οπλισμό της στην «Αντίσταση» για να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών. Το γεγονός είναι αναφισβήτητα πολύ σημαντικό για την «Εθνική Αντίσταση», εάν αυτή πραγματικά ενδιαφερόταν για τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών. Επρόκειτο για μια καλά εξοπλισμένη και με σύγχρονα όπλα μεγάλη στρατιωτική μονάδα. Και ακόμα σχετικά με τους ιταλούς στρατιώτες, εάν το ΕΑΜ ήταν ένα λαϊκό κίνημα που εμπνέονταν στοιχειωδώς από τις έστω και πιο συγχισμένες και άλλης ιστορικής εποχής ιδέες, οπωσδήποτε θα μπορούσε να τους επηρεάσει και να τους πάρει με το μέρος του.
Τί έκανε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μας το λέει ο Σόλων Γρηγοριάδης στην Ιστορία του, σελ. 69-70, 2ος τόμος, «Κατοχή-Απελευθέρωση»:
«Ήταν βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 1943 όταν στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο των ανταρτών στο Περτούλι, ξαφνικά ο ιταλός στρατηγός Ινφάντε κυκλώθηκε από μια ομάδα ελασιτών και διατάχτηκε να παραδώσει το ατομικό του περίστροφο. Από τη στιγμή εκείνη η Μεραρχία Πινερόλο αλλάζει ρόλο: από συμπόλεμος γίνεται αιχμάλωτος. Αρχίζει έτσι στην Πίνδο, ο τελικός επίλογος της 11ης ιταλικής στρατιάς. Εκείνες τις ώρες όλα τα τμήματα της Μεραρχίας που διατηρούσαν τον οπλισμό τους αφοπλίζονται από δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ χωρίς καμιά αντίσταση... Η μοίρα των αφοπλισθέντων Ιταλών από την ημέρα εκείνη υπήρξε τραγική. Αφέθηκαν σε οικτρά στρατόπεδα, σε τρύπες ή λασποκαλύβες. Ο βαρύς χειμώνας της Πίνδου έπεσε πάνω τους σαν θεομηνία. Κυνηγημένοι με πανικό από δω και από εκεί με τις άπασες εκκαθαριστικές εξορμήσεις των Γερμανών, εγκαταλειμμένοι από τους πάντες - από τους Άγγλους που καθυστερούσαν την αποστολή του ποσού της μισής λίρας το μήνα για τον καθένα λόγω δυσκολίας επικοινωνίας και από τον ΕΛΑΣ λόγω των συνεχών αγώνων του - θερίστηκαν ομαδικώς. Κατά δεκάδες μάζευαν τους νεκρούς στους απάνθρωπους καταυλισμούς τους κάθε πρωί και τους έριχναν σε ομαδικούς τάφους».
Εκείνο που δεν γράφει ο συγγραφέας είναι ότι δεν τους αφόπλισαν μόνον, αλλά και τους πήραν και τις χλαίνες και τις κουβέρτες και τις αρβύλες «για να ντύσουμε και ποδέσουμε τους δικούς μας». Αυτό ήταν ένα έγκλημα και μια ατιμία που δεν έχουν το προηγούμενο τους. Μόνον οι σταλινικοί θα μπορούσαν να το κάνουν και κανείς άλλος. Αυτά που γράφει ο συγγραφέας σε παρένθεση για την καθυστέρηση της μισής λίρας των Άγγλων και των συνεχών αγώνων του ΕΛΑΣ, δεν λένε τίποτε και δεν ξέρει κανείς γιατί τα γράφει. Τί θα την έκαναν τη μισή λίρα οι ιταλοί στρατιώτες στην κατάσταση που βρίσκονταν; Το γεγονός, το ασύλληπτης φρίκης και κτηνωδίας γεγονός, είναι ότι μια μεγάλη στρατιωτική ιταλική μονάδα προσχωρεί στην «Εθνική Αντίσταση» για να πολεμήσει μαζί της εναντίον των Γερμανών και στους στρατιώτες αυτής της μονάδας, ο ΕΛΑΣ, η «ένοπλος δύναμη του προοδευτικού, δημοκρατικού, σοσιαλιστικού κινήματος», επιτίθεται αιφνίδια, ύπουλα, τους αφοπλίζει, τους γδύνει και τους αφήνει να πεθάνουν από την πείνα, το κρύο και τα βόλια των Γερμανών.
Μια ακόμα εικόνα για το πως έγινε ο αφοπλισμός της Μεραρχίας Πινερόλο δίνει ο ταγματάρχης Δ. Μπαλλής, επιτελάρχης τότε της 1ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ:
«Το διεσπαρμένο υλικό των Ιταλών στην περιφέρεια Μουζακίου - Γκάνας δεν κατορθώθη να περισυλλέγει κανονικά. Αντάρτες, εφεδροελασίτες και κάτοικοι της περιφερείας κατακράτησαν υλικά, όχι μόνο από τα διεσπαρμένα, αλλά και από τον ατομικό ιματισμό των αξιωματικών και οπλιτών. Επί μακρόν χρόνον στην περιφέρεια αυτή ευρίσκοντο ιταλικά υλικά, ίσως δε και σήμερον ακόμη κάτοικοι της περιφερείας αυτής να έχουν μέρη ιπποσκευών, σαγών, τροχούς και πιστόλια από τα πλιατσικολογήματα της 14ης Οκτωβρίου 1943». (Δ. Μπαλλή, «Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 129).
Αυτό και μόνον αρκεί για να δείξει ότι αυτό το «κίνημα» δεν είχε και δεν μπορούσε να είχε καμιά σχέση με τα κινήματα και τους αγώνες των λαών για την απελευθέρωση τους.
Στα «προοδευτικά», «δημοκρατικά» κ.λπ. μέτρα του ΕΑΜ στον «εθνικοαπελευθρωτικό» του πόλεμο ήταν και η εκτέλεση των αιχμαλώτων. Όσους γερμανούς ή ιταλούς στρατιώτες έπιαναν αιχμαλώτους τους εκτελούσαν. Πολλούς δε, τους έσφαζαν. Όσους αυτομολούσαν τους έκλειναν σε στρατόπεδα και αν έδειχναν «καλή διαγωγή» τους χρησιμοποιούσαν για «βοηθητικές υπηρεσίες». Όποιος αμφιβάλλει γι' αυτά ας διαβάσει το βιβλίο του στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ».
Η συλλογική ευθύνη δεν ήταν μόνον αρχή των ναζί, αλλά και του ΕΛΑΣ: Η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ με ανακοίνωση της στην Αθήνα στις 7-12-1943, σχετικά με τα Τάγματα Ασφαλείας, έγραφε:
«Θα συλληφθούν οι οικογένειες των εμπνευστών, οργανωτών και εκτελεστών και θα δημευτούν οι περιουσίες τους, στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας». («Κείμενα Εθνικής Αντίστασης», Έκδοση Ιστορικού Τμήματος της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981,1ος τόμος, σελ. 282).
Η «Εθνική Αντίσταση» έλυσε ή σχεδόν έλυσε το ζήτημα των μειονοτήτων. Ο Ζέρβας εξόντωσε όλους τους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, όσους δεν πρόλαβαν να περάσουν στην Αλβανία. Και ο ΕΛΑΣ, τον Οκτώβρη του 1944, συστηματικά καταδίωξε και σχεδόν εξόντωσε τους άνδρες του Γκότσεφ (Ηλία Δημάκη ή Κότσε), που κι αυτοί πολεμούσαν τους Γερμανούς.

Θα ακολουθήσουν και άλλα εγκλήματα του σταλινικού "κόμματος του λαού" εναντίον του Ελληνικού λαού, για να καταλάβετε πόσο πραγματικά "ηρωϊκή" και¨"τιμημένη" είναι η πραγματική, η αιματοβαμμένη με το αίμα Ελλήνων πολιτών, βρόμικη ιστορία του.

Η αντιναζιστική πάλη του σοβιετικού ελληνισμού και τα εγκλήματα του σταλινισμού

Η ιστορία των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης συγκροτεί μια από τις περισσότερο άγνωστες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας. Η εντυπωσιακή πολιτιστική αλλά και πολιτική δημιουργία του Μεσοπολέμου για δεκαετίες έμεινε άγνωστη. Μεγαλειώδες ήταν και το κομμουνιστικό κίνημα των Ποντίων και των Μαριουπολιτών που αναπτύχθηκε τότε και οδήγησε στην πολιτιστική αναγέννηση των ελληνικών παροικιών.
Η σοβιετική ελληνική εκπαίδευση αναπτύχθηκε, ελληνικά τυπογραφεία δημιουργήθηκαν, πολλές ελληνικές εφημερίδες εκδίδονται, νέες ελληνικές σοβιετικές θεατρικές σκηνές άρχισαν να λειτουργούν και να πειραματίζονται πάνω στις νέες κατευθύνσεις. Πρωτοποριακές ιδέες διατυπώνονται και μεγάλες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος θα συναντηθούν οι νέες απόψεις της σοβιετικής γλωσσολογίας με τις πλέον ριζοσπαστικές απόψεις των δημοτικιστών.
Η αίσθηση δικαίου και ισότητας θα οδηγήσει στο κίνημα για την ανακήρυξη της ποντιακής διαλέκτου ως της επίσημης ελληνικής σοβιετικής γλώσσας, με κορυφαίο εκφραστή την ομάδα διανοουμένων που θα συγκροτηθεί γύρω από τον εκδοτικό οίκο «Κομμουνιστής» και την ομώνυμη εφημερίδα. Αποκορύφωμα αυτής της δημιουργικής παρουσίας ήταν η δημιουργία των τεσσάρων αυτόνομων σοβιετικών ελληνικών περιοχών.
Όμως η ελληνική πολιτιστική και πολιτική αναγέννηση θα λάβει τέλος το 1937, όταν ο σταλινισμός θα στραφεί εναντίον των μικρών εθνικών μειονοτήτων ως δυνάμει υπόπτων. Ο σταλινισμός χαρακτήρισε ως «αντιδραστικά» ολόκληρα έθνη, παραβιάζοντας βάναυσα τη μαρξιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι τάξεις και όχι τα έθνη αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Με τις ρατσιστικές διώξεις του 1937-38 θα εξοντωθεί η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία με πλαστές κατηγορίες. Θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία, τα θέατρα, τα τυπογραφεία, οι εφημερίδες. Μεταξύ των θυμάτων θα είναι και τα μέλη του ΚΚΕ που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα μετά την καθιέρωση του Ιδιώνυμου και την όξυνση των αντικομμουνιστικών διωγμών. Στα δολοφονημένα από τους σταλινικούς μέλη του ΚΚΕ συμπεριλαμβάνεται ο (Πόντιος) γραμματέας του ΚΚΕ Ανδρόνικος Χαϊτάς και ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Γιώργης Κολοζώφ, οι οποίοι εκτελέσθηκαν στις εκκαθαρίσεις του 1937-38.
Ο «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος»
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο οι σοβιετικοί ονόμασαν «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο», επηρέασε άμεσα τη ζωή της ελληνικής εθνότητας. Οι Έλληνες που είχαν σοβιετική υπηκοότητα επιστρατεύτηκαν και στάλθηκαν στην πρώτη γραμμή. Από τη Γεωργία μόνο πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα 13.000 Έλληνες στρατιώτες. Χιλιάδες έπεσαν στα πεδία των μαχών. Όσοι διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα, καθώς και οι σοβιετικοί υπήκοοι, οι οποίοι δεν επιστρατεύτηκαν λόγω μεγάλης ηλικίας, εντάχτηκαν σε τάγματα εργασίας και δραστηριοποιήθηκαν στα μετόπισθεν. Πολλοί πέθαναν από τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν σ’ αυτά. Ο ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος της εξουσίας.
Η προέλαση των Γερμανών και οι σκληρές μάχες, κυρίως στην κοιλάδα του Κουμπάν, κατέστρεψαν πολλά ελληνικά χωριά. Tην κατάσταση αποδίδει η παρακάτω περιγραφή που αναφέρεται στο χωριό Μερτσάν, στον αγώνα για την απελευθέρωση του οποίου συμμετέχουν και οι κάτοικοί του: «Μπροστά στα μάτια των στρατιωτών απελευθερωτών εμφανίστηκε η εικόνα της καταστροφής και της ερήμωσης. Το χωριό ήταν σε ερείπια. Τα χωράφια ήταν σκαμμένα με χαρακώματα. Δίπλα γίνονταν ακόμα μάχες για το χωριό Κριμσκ...». Πολλές φορές οι Γερμανοί συμπληρώνουν τους σταλινικούς στις εκκαθαρίσεις κατά του πληθυσμού. Δεν είναι λίγες οι οικογένειες που είχαν θύματα και κατά τη διάρκεια των σταλινικών διώξεων και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Οι Έλληνες, που υπέστησαν λίγα χρόνια πριν τις φοβερές σταλινικές εκκαθαρίσεις, δεν συντάχτηκαν με τους Γερμανούς. Αντίθετα, πολλοί έγιναν παρτιζάνοι. Το ίδιο έγινε και στην Κριμαία. Εδώ η παραδοσιακή σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τάταρους οδήγησε τους Έλληνες στα παρτιζάνικα σώματα, εφόσον μεγάλο μέρος των Τατάρων συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Η νότια διοίκηση των παρτιζάνων της Κριμαίας υπό την ηγεσία του Έλληνα Μ. Α. Μακεντότση, απαρτίστηκε από Έλληνες. Η συμμετοχή των Ελλήνων στην αντίσταση κατά των Ναζί είναι ακόμα ζωντανή στη μνήμη τους. Θυμούνται μέχρι σήμερα ότι στους Έλληνες της Κριμαίας δεν βρέθηκαν συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών. Αντίθετα, κάθε δεύτερη ελληνική οικογένεια είχε έναν αντάρτη. Ο συγγραφέας Α. Πριστάβκιν αναφέρει ότι μεταξύ των Ελλήνων δεν υπήρξαν προδότες αλλά μόνο ήρωες.
Ο ελληνικός πληθυσμός συμμετείχε με κάθε τρόπο στον πόλεμο. Οργάνωσε εράνους και συγκέντρωσε μεγάλα ποσά, τα οποία διατέθηκαν για το σοβιετικό στρατό. Ένας διευθυντής κολχόζ στην Τσάλκα συγκέντρωσε ποσό ικανό για την κατασκευή μιας φάλαγγας από τανκς. Μόνο από την Τσάλκα, όπου οι Έλληνες ανέρχονταν στο 62% του πληθυσμού, τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από εράνους και κατατέθηκαν στο Ταμείο της Άμυνας της Πατρίδας, ανέρχονταν σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια ρούβλια, περίπου εξακόσιες χιλιάδες ασημένια και χρυσά ρούβλια. Επιπλέον, κατέβαλαν για την κατασκευή ίλης τανκς, που πήρε το όνομα «Κολχόζνικοι Γεωργίας», 3.283.000 ρούβλια και για την κατασκευή του σμήνους αεροπλάνων που πήρε το όνομα «Σοβιετική Γεωργία» 1.616.380 ρούβλια.
Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν στο αντίθετο στρατόπεδο από τον Άξονα και ήταν κατεχόμενη από τους Γερμανούς, εν τούτοις οι σοβιετικές αρχές αντιμετώπιζαν τους Έλληνες υπηκόους ως ύποπτους προδοσίας. Έτσι άρχισαν να τους εκτοπίζουν ανατολικά, όσο προήλαυναν τα γερμανικά στρατεύματα. Η πολιτική της εκτόπισης των θεωρούμενων ύποπτων εθνοτήτων οδήγησε στη δέσμευση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και στη σπατάλη σημαντικών οικονομικών πόρων. Οι νέοι διωγμοί κατά των εθνών άρχισαν με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ολόκληροι λαοί θεωρήθηκαν ύποπτοι για προδοσία. Το 1939-1941 εκτοπίστηκαν μεγάλοι πληθυσμοί από τις πρόσφατα προσαρτημένες περιοχές της Βαλτικής, της δυτικής Ουκρανίας κ.λπ.
Η κοινή οπτική νεοναζί και σταλινικών
Οι σταλινικές διώξεις κατά των σοβιετικών Ελλήνων, αλλά και πολλών άλλων μικρών και μεγάλων εθνικών ομάδων, υπήρξε ένα έγκλημα, τόσο κατά της ανθρωπότητας όσο και κατά του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος και των ουμανιστικών αρχών που θεωρητικά τουλάχιστον ορίζουν την ιστορική του παρουσία.
Ειδικά το ζήτημα της στάσης των σοβιετικών Ελλήνων στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ένα ζήτημα που κάποιοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι με τον ίδιο τρόπο προσέγγισαν το ζήτημα τόσο οι ακραίοι αντικομμουνιστές-φιλοναζί όσο και οι απολογητές του σταλινισμού.
Παραγνωρίζοντας απολύτως την πραγματικότητα, οι αντικομμουνιστές προσπάθησαν να τονίσουν την ανύπαρκτη αντισοβιετική στάση των σοβιετικών Ελλήνων, αξιοποιώντας δύο περιπτώσεις συνεργασίας με τους Ναζί: τον Σεβαστιανό Φουλίδη και κάποιον Κωσταντίνο Κρωμιάδη. Για τον δεύτερο, που πολέμησε κατά των σοβιετικών υπό τις διαταγές του στρατηγού Βλασόφ, είναι γνωστό ότι επρόκειτο για Κερκυραίο, ενώ για τον πρώτο ποτέ δεν προσκόμισαν περισσότερα και σοβαρότερα στοιχεία για τη δράση του.
Η ελληνική νεοναζιστική σελίδα http://www.nazi-lauck-nsdapao.com/griechenland/ellas013.htm, αναφέρει ότι ο Φουλίδης κατοικούσε στην Ελλάδα, όπου και στρατολογήθηκε από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Ανήκε δηλαδή στην κατηγορία του Κισά Μπατζάκ και του Πούλου και όχι των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης. Εντάχθηκε στις γερμανικές Ειδικές Δυνάμεις (Μεραρχία Bradenbourg). Η νεοναζιστική σελίδα μας ενημερώνει για τη δράση του: «...οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, ‘αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λώρενς της Αραβίας’, όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών». Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η φανταστική εξέγερση δεν συνέβη ποτέ, ενώ οι Γερμανοί ποτέ δεν έφτασαν στον Καύκασο, μιας και το πολεμικό μέτωπο σταθεροποιήθηκε στο Νοβοροσίσκ (Νότια Ρωσία). Διάφοροι επίσης νεοναζί αναφέρουν άλλοτε ότι στα Waffen SS και άλλοτε στην ΡΟΑ ή στα Ostlegionen Osttruppen (Ανατολικα Στρατευματα) ή στα Freiwilligen, ότι υπήρχαν 1.000 Έλληνες εθελοντές.
Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σε κανένα από τα σοβαρά κείμενα που μελετούν το φαινόμενο του φιλοναζιστικού εθελοντισμού δεν αναφέρονται Έλληνες. Στο Foreign Volunteers of the Wermacht 1941-1945 αναφέρονται αναλυτικά με στοιχεία (ονόματα, αριθμούς μονάδων, εθνολογική σύνθεση, φωτογραφίες) Ρώσοι, Γεωργιανοί, Αζέροι, Τουρκμένιοι, Αρμένιοι, Κοζάκοι του Ντον, Τάταροι του Βόλγα, Καλμούχοι, Ινδοί, Άραβες. Αναφέρονται ακόμα και οι 20 συνολικά Bρετανοί που εντάχθηκαν στο Britisches freikorps. Πουθενά όμως δεν αναφέρονται Έλληνες.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό έργο που διαπραγματεύεται τους ξένους εθελοντές στο Γ' Ράιχ είναι το τετράτομο 650 σελίδων έργο Foreign Legions of the Third Reich. Σ’ αυτό υπάρχουν μόνο 4 σελίδες αφιερωμένες σε προσπάθειες συγκρότησης εθελοντικών φιλοναζιστικών τμημάτων στην Ελλάδα, όπως αυτή της ΕΣΠΟ.
Τελικά, στην ελληνική νεοναζιστική σελίδα που τιτλοφορείται «Φαιοκόκκινο Μέτωπο» αναφέρεται ότι όταν εννοούν Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ναζί, εννοούν: «...τους νεκρούς της ΕΣΠΟ και αυτούς που πολέμησαν για την Ευρωπαϊκή Ιδέα στις ρωσικές στέπες, όπως ο ταγματάρχης των Μπραντεμπούργκεν Έλληνας από τον Πόντο Σεβαστιανός Φουλίδης».
Αντίθετα όμως με τους νεοναζί, που χρησιμοποιούν τα δύο αυτά ονόματα, οι σταλινικοί δεν έχουν κάνει ούτε κι αυτό. Παραθέτουν τον γενικό αφορισμό ότι οι σοβιετικοί Έλληνες συνεργάστηκαν με τους Ναζί την περίοδο 1941-44 και αφήνουν τον αναγνώστη να υποθέσει ότι δικαίως ο Στάλιν τους εξόντωσε την περίοδο 1937-38 και τους εκτόπισε στις στέπες της Κεντρικής Ασίας το 1949.
Η πρακτική αυτή των Νεοελλήνων σταλινικών είναι πολύ πιο ανήθικη από αυτή των νεοναζί. Και όχι μόνο γιατί στα θύματα συμπεριλαμβάνονται και οι ελλαδικοί Πόντιοι και Μαριουπολίτες κομμουνιστές. Οι φιλοσταλινικοί οπαδοί του ΚΚΕ αναλαμβάνουν να απολογηθούν για ένα φρικτό αντιλαϊκό έγκλημα, το οποίο ουδόλως τους βαραίνει, και χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό ψευδή στοιχεία που παραθέτουν νεοναζιστικοί κύκλοι.
Ακόμα και ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο μοιραίος γενικός γραμματέας του ΚΚΕ που πέθανε εξόριστος και περιφρονημένος στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, άφησε ως ιδεολογική υποθήκη προς τους επιγόνους του να διερευνήσουν τις πραγματικές συνθήκες και αιτίες εξόντωσης (με την κατηγορία των μπουχαρινικών ή των τροτσκιστών) των εκλεκτότερων παιδιών του ΚΚΕ από τους σταλινικούς δολοφόνους την περίοδο 1937-38.
Μετά το 18ο συνέδριο του ΚΚΕ
Δυστυχώς, μετά το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ και την αποκατάσταση του σταλινισμού, εντάθηκαν οι συκοφαντικές επιθέσεις κατά των Ποντίων και του σοβιετικού ελληνισμού. Αντί να υπάρξει ένας αυτοκριτικός (και καταγγελτικός ακόμη) λόγος για εκείνο το μεγάλο έγκλημα της καταστροφής του μοναδικού σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού που άνθισε το Μεσοπόλεμο και της βίαιης εκτόπισης μεγάλων πληθυσμών στην Κεντρική Ασία, καταβάλλεται προσπάθεια να αναθεωρηθεί η ιστορία. Με την ίδια ευκολία που το ΚΚΕ υιοθέτησε αυτούσια την παραδοσιακή επιχειρηματολογία των πάλαι ποτέ μαοϊκών και του Εμβέρ Χότζα, με την ίδια ευκολία σπιλώνει και συκοφαντεί ολόκληρους λαούς. Το αποτέλεσμα είναι η εκ νέου εξόντωση -ηθική αυτή τη φορά- των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας.
Παρατηρούμε ότι τελευταία τα μέλη του ΚΚΕ πολύ εύκολα εκστομίζουν ατεκμηρίωτες κατηγορίες εις βάρος της σημαντικής ιστορικής παρουσίας των σοβιετικών Ελλήνων. Όμως έχουν ιδιαίτερη δυσκολία να απαντήσουν στα ξεκάθαρα ερωτήματα που τους έθεσε ο Σύνδεσμος Ποντιακών Σωματείων Νότιας Ελλάδας και Νήσων της ΠΟΕ, με αφορμή την προβοκατόρικη παρέμβασή τους στην τελετή για την καθιερωμένη από το 4ο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο Ημέρα Μνήμης για τις σταλινικές διώξεις:
«...Εάν επιμένετε στην πρωτοεμφανιζόμενη αρνητική σας στάση, θα πρέπει πρωτίστως να απαντήσετε :
- γιατί ο σταλινισμός εξόντωσε τους Έλληνες κομμουνιστές (Πόντιους, ελλαδικούς και Μαριουπολίτες) και διάλυσε τις ελληνικές κοινότητες το ’37-38,
- γιατί κατάργησε τη σοβιετική ελληνική εκπαίδευση και έκλεισε όλα τα σοβιετικά ελληνικά σχολεία,
- γιατί κατάργησε τις σοβιετικές ελληνικές θεατρικές σκηνές,
- γιατί έκλεισε τις σοβιετικές ελληνικές εφημερίδες (Κόκκινος Καπνάς, Ο Κομμουνιστής, Ο Κολεκτιβιστής κ.λπ.) και κατέστρεψε τα ελληνικά κομματικά τυπογραφεία,
- γιατί κατάργησε τις σοβιετικές ελληνικές περιοχές (rayion)
- γιατί μετέφερε στην Κεντρική Ασία ομαδικά και με βάση την εθνική καταγωγή τους Έλληνες της Κριμαίας το 1944 και του Καυκάσου το 1949.
Δεδομένου ότι τέτοιες εκδηλώσεις μνήμης θα συνεχίζονται εσαεί στις περιοχές των προσφύγων, σας καλούμε να σεβαστείτε την ιστορική αλήθεια και πάνω απ’ όλα να σεβαστείτε τους πατεράδες μας και τους παππούδες μας, δηλαδή τον απλό εργαζόμενο λαό που υπέστη την αδικαιολόγητη βία μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας».

Η σφαγή του Κατίν και ο Ριζοσπάστης

Το Κατίν είναι μια δασώδης περιοχή της Ρωσίας, 500 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Πολωνίας και 5-6 χιλιόμετρα από την ομώνυμη πόλη. Εκεί, την άνοιξη του 1940, εκτελέστηκαν από τους Σοβιετικούς, 22.000 Πολωνοί αξιωματικοί, αστυνομικοί, πολιτικοί κ.ά. και θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους. Μέχρι την δεκαετία του 1990, η σοβιετική προπαγάνδα, είχε καταφέρει να χρεώσει αυτό έγκλημα στους Ναζί που ανακάλυψαν τους τάφους το 1943, οπότε και η Ρωσία αναγνώρισε το έγκλημα και τελικά παραδέχτηκε ότι διεπράχθη με εντολή του Στάλιν. Το 2008, αποχαρακτηρίστηκαν απόρρητα κρατικά έγγραφα που έγιναν διαθέσιμα προς έρευνα. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Ρωσίας μάλιστα, Βλαντιμίρ Πούτιν, έδωσε επίσημη μορφή στην παραδοχή αυτή, παρευρισκόμενος το 2010 σε κοινό «μνημόσυνο» Πολωνίας-Ρωσίας στο Κατίν για τη σφαγή του 1940, επί Στάλιν.

Κι όμως... Υπάρχουν και κάποιοι που αρνούνται να δουν την αλήθεια κατάματα και επιμένουν στις ονειρώξεις της σταλινικής προπαγάνδας κι αυτοί δεν είναι Ρώσοι, αλλά Έλληνες. Ο «Ριζοσπάστης», η εφημερίδα δηλαδή του ΚΚΕ, παρ' όλες τις αποκαλύψεις αυτές, επιμένει ότι το έγκλημα αυτό το διέπραξαν οι Ναζί και όχι ο «πατερούλης» Στάλιν.
Θαυμάστε τους:
1. Κατίν: Από τον Γκαίμπελς στους κινηματογράφους - Η διαχρονικότητα ενός ψέματος.
2. Το Κατίν, ο Γκαίμπελς και ο «Άλφα».
3. Katyn.
4. Το Κατίν, η προπαγάνδα και οι πρόθυμοι απολογητές των Ναζί.
Αν και τα περισσότερα στοιχεία και ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για σταλινικό έγκλημα, το θέμα του Κατίν δεν έχει κλείσει ακόμη εντελώς για την ιστορική έρευνα. Στο παρόν άρθρο, θα ασχοληθούμε πρώτα στοιχειωδώς με το Κατίν ως ιστορικό γεγονός, σε αυτή δε τη συνάφεια θα ελέγξουμε την αξιοπιστία των πηγών του Ριζοσπάστη και το αν, από άποψη οπτικής και δεοντολογίας, υποστηρίζουν την εκδοχή του των γεγονότων.

Μια πρώτη παρατήρηση εδώ είναι ότι, με όλη τη σημασία του, το Κατίν αντιπροσωπεύει ένα μικρό κλάσμα από τα εγκλήματα και τις εκατόμβες του σταλινισμού. Τα εγκλήματα αυτά --αρκετά ετερογενή και ποικίλα-- περιλαμβάνουν εκατομμύρια κομμουνιστές και αθώους πολίτες, θύματα του λιμού του 1932-33, των εκκαθαρίσεων και εκτοπίσεων μετά τις Δίκες της Μόσχας κ.ά. Είναι ακόμη γεγονός ότι ο σταλινισμός ευθύνεται για εξίσου απεχθή, κυνικά εγκλήματα με εκείνο του Κατίν, όπως η παράδοση το 1940, στο πλαίσιο του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, εκατοντάδων γερμανών κομμουνιστών και Εβραίων στην Γκεστάπο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από πλήθος αξιόπιστες πηγές. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την αυτοβιογραφία της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν, γυναίκας του εκκαθαρισμένου στις σταλινικές διώξεις μέλους του ΠΓ του Γερμανικού ΚΚ Χαντς Νόιμαν, που εξορίστηκε σε στρατόπεδα της Σιβηρίας και, μετά την παράδοσή της, επέζησε αργότερα και από τα ναζιστικά κρεματόρια. Είναι σαφές ότι εκείνοι που προέβησαν σε τέτοια αίσχη, στο όνομα του κομμουνισμού, δεν θα δίσταζαν να κάνουν αυτό που τους καταλογίζεται στο Κατίν.

Από κει και πέρα, εντυπωσιάζει το ότι οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, ενώ φωνασκούν για διάφορα υποτιθέμενα "στοιχεία" και "μαρτυρίες" για το Κατίν, δεν έχουν το σθένος να παραθέσουν τα πιο στοιχειώδη, αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και να θέσουν το ερώτημα: Ποιος είχε λόγο να προβεί στο συγκεκριμένο έγκλημα;

Βέβαιο είναι ότι στο Κατίν (ρωσική περιοχή κοντά στο Σμολένσκ) εξοντώθηκαν και θάφτηκαν ομαδικά μερικές χιλιάδες ανώτερα και μεσαία στελέχη του πολωνικού στρατού. Αυτά τα στελέχη (όχι μόνο οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, αλλά και το τεχνικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό), είχαν συλληφθεί στο κατεχόμενο από τον σοβιετικό στρατό μέρος της Πολωνίας και είχαν μεταφερθεί σε σοβιετικά στρατόπεδα. Η διαμάχη έγκειται στο αν εκτελέστηκαν το 1940-41, σε μια επιχείρηση οργανωμένη από τις σταλινικές μυστικές υπηρεσίες και τον Μπέρια, κάτι που αποδέχονται, με βάση τις υπάρχουσες μαρτυρίες, πλήθος έγκυροι ιστορικοί. Ή, από την άλλη, αν πρόκειται για μια "προβοκάτσια των ναζί και των ιμπεριαλιστών" με στόχο τη συκοφάντηση του Στάλιν, κάτι που, εκτός από τους σταλινικούς απολογητές, δεν υποστηρίζει στην πράξη κανείς μελετητής κάποιου κύρους, που θα μπορούσε να επικαλεστούν στο ΚΚΕ.

Για να πιστέψουμε την εκδοχή των αρθρογράφων του Ριζοσπάστη θα έπρεπε, λοιπόν, να δεχτούμε την ύπαρξη μιας "διεθνούς συνωμοσίας", τόσο πλατιάς που να περιλαμβάνει σχεδόν τους πάντες εκτός από τους ίδιους. Αυτό, ξέχωρα από το ότι δεν μας δίνουν κανένα κίνητρο που είχαν οι ναζί για την εξόντωση των ναζί. Πραγματικά, ακόμη και η μαζική εκκαθάριση των Εβραίων, "βδελύγματος της φύσης" για το ναζισμό, ξεκίνησε το 1942-43. Γιατί, λοιπόν, οι ναζί να εκτελέσουν τους πολωνούς αξιωματικούς το 1941, όταν πίστευαν ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο και όταν, με δυο χρόνια κράτηση γεμάτα στερήσεις και βασανιστήρια στα σταλινικά κάτεργα, ένα μέρος τους τουλάχιστον --αν υποτεθεί ότι είχαν μείνει ζωντανοί-- θα ήταν πρόθυμο να συνεργαστεί μαζί τους; Αυτό, απεναντίας, αποτελεί λόγο για την εξόντωσή τους από τις σταλινικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ και η μεθοδολογία της εκτέλεσης (οι κρατούμενοι πυροβολήθηκαν ατομικά με μια σφαίρα στο κεφάλι) ταιριάζει περισσότερο με τις σταλινικές παρά με τις ναζιστικές πρακτικές.

Για το ποιόν των πηγών του ΚΚΕ
Τα κατά τα άλλα περισπούδαστα άρθρα του Ριζοσπάστη, ενώ παρακάμπτουν όλα αυτά τα, όχι ασήμαντα, θέματα, βρίθουν αναφορών σε ύποπτες σταλινικές μαρτυρίες. Έτσι επικαλούνται ότι "ο επικεφαλής της Σοβιετικής Εισαγγελίας στις Δίκες της Νυρεμβέργης, Ρόμαν Α. Ρούντενκο (Roman A. Rudenko), πρότεινε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η υπόθεση του Κατίν" (βλ. το άρθρο του Α. Γκίκα), ως "συνεκδοχική" απόδειξη ότι, για να το προτείνει, αποκλείεται να το έκανε ο Στάλιν. Κοντά σ' αυτό, φαίνεται, βρέθηκαν σε πτώματα στους τάφους κάποια σημειώματα με ημερομηνία μεταγενέστερη της υποχώρησης του σοβιετικού στρατού (λες και οι Γερμανοί ήταν τόσο ηλίθιοι ώστε να τα αφήσουν για να τους ενοχοποιούν). Και, βέβαια, για να το λέει ο Γκαίμπελς ότι το έκανε ο Στάλιν, πάει να πει ότι δεν το έκανε (γιατί αλλιώς, αν ακόμη και ο Γκαίμπελς μπορούσε να λέει την αλήθεια απέναντι στον Στάλιν, τα συμπεράσματα για τον Στάλιν και τους υπερασπιστές του δεν θα ήταν πολύ κολακευτικά...).

Εκείνο που δεν λένε οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη είναι ότι στελέχη όπως ο Ρ. Ρούντενκο εμπλέκονταν ήδη στην εξόντωση χιλιάδων σοβιετικών πολιτών στις Δίκες της Μόσχας, και επομένως δεν θα είχαν ηθικό πρόβλημα να χαλκεύσουν στοιχεία για να αποσείσουν από το σταλινικό καθεστώς τις ευθύνες για το Κατίν. Στις Αναμνήσεις του, ο Ν. Χρουστσόφ παραθέτει μια αποκαλυπτική τοποθέτηση του Ρούντενκο πριν από το 20ό Συνέδριο, όταν τον ρώτησε σχετικά με τη βασιμότητα των κατηγοριών ενάντια στους Μπουχάριν, Ρίκοφ και τους άλλους εκκαθαρισμένους μπολσεβίκους ηγέτες:

"Ο σύντροφος Ρούντενκο απάντησε ότι, από την άποψη των δικαστικών κανόνων, δεν υπήρχε καμιά απολύτως μαρτυρία για την καταδίκη ή ακόμη και την προσαγωγή σε δίκη εκείνων των ανθρώπων. Η υπόθεση για τη δίωξή τους είχε βασιστεί σε προσωπικές ομολογίες που τους είχαν αποσπαστεί βίαια, με σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια και ομολογίες που αποσπώνται με τέτοια μέσα είναι μη αποδεκτές ως νόμιμη βάση για να προσαχθεί κάποιος σε δίκη".

Έστω κι αν τους δοθεί ένα ελαφρυντικό, εφόσον η ανυπακοή στις εντολές του Στάλιν θα σήμαινε και τη δική τους εκκαθάριση, μοιάζει εντελώς αντιδεοντολογικό να επικαλείται κανείς τις ενέργειες αυτών των στελεχών, όταν ήταν εντολοδόχοι του Στάλιν. Κι αυτό, όταν είναι πλατιά γνωστή η σταλινική δεξιοτεχνία στην πλαστογράφηση ιστορικών γεγονότων, ξεκινώντας από την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αυτές οι παρατηρήσεις θέτουν και το θέμα των πηγών στις οποίες βασίζεται σήμερα το ΚΚΕ για την επιχειρούμενη δικαίωση και εξαγνισμό του Στάλιν.

Η "αυθεντία" των Γ. Μούχιν και Γκ. Φουρ
Πέρα από αμφίβολες παλιές σταλινικές μαρτυρίες, η αρθρογραφία του Ριζοσπάστη για το Κατίν επικαλείται κυρίως δυο "αυθεντίες", τον Γιούρι Μούχιν και τον Γκρόβερ Φουρ. Από αυτούς αντλούν τα υποτιθέμενα σύγχρονα "στοιχεία" για την υπόθεση, όπως η αμφισβήτηση των εγγράφων που δόθηκαν μετά το 1990 επί Γιέλτσιν ή η απόφαση του ΠΓ του ΚΚΣΕ με υπογραφές του Στάλιν και των υπόλοιπων για την εκτέλεση των Πολωνών.

Το ερώτημα για τη γνησιότητα των ντοκουμέντων είναι ακόμη ανοικτό. Σημαντικές δυσκολίες στη διασάφηση του θέματος προκαλεί και ότι η τωρινή, αστική κυβέρνηση του Πούτιν, εμποδίζει συστηματικά, στο πλαίσιο της δικής της αναβίωσης του Στάλιν ως "μεγάλου εθνικού ηγέτη", την πρόσβαση σε σχετικά αρχεία. Πέρα όμως από το ότι μια μελλοντική τυχόν απόδειξη πως τα έγγραφα είναι πλαστά δεν θα αποδείκνυε την αλήθεια για το Κατίν, αλλά μόνο την αναξιοπιστία του Γιέλτσιν, έχει σημασία να δούμε πόσο αξιόπιστες είναι οι πηγές του ίδιου του ΚΚΕ.

Ο Μούχιν έγινε γνωστός όταν εξέδωσε το 1995 το βιβλίο Κατίν ντετέκτιβ, στο οποίο ισχυριζόταν ότι η σφαγή του Κατίν δεν ήταν έργο των σταλινικών και ότι τα ντοκουμέντα μετά την περεστρόικα ήταν "πειραγμένα". Τους ισχυρισμούς του αναπαράγει ο Φουρ σε διάφορα άρθρα του και από εκεί τους αντλούν, με συστηματικές παραπομπές και στους δύο, οι εμβριθείς δημοσιολόγοι του Ριζοσπάστη (βλ. τα άρθρα των Γκίκα, Μπογιόπουλου, Κρητικού κ.λπ.), εμφανίζοντας ή υπονοώντας πως πρόκειται για έγκυρους ερευνητές, έστω και "μη κομμουνιστές", που υπερασπίζουν την ιστορική αλήθεια απέναντι στα "ψεύδη" και την "προδοσία" της περεστρόικα.

Ένας Ρώσος Λιακόπουλος
Τίποτα δεν απέχει πιο πολύ από την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για δυο κιτρινιστές, αντικομμουνιστές δημοσιολόγους, χωρίς ίχνος επιστημονικής αξιοπιστίας και σοβαρότητας. Ο μεν Μούχιν είναι ένα είδος Ρώσου Λιακόπουλου, που συνδυάζει την υπεράσπιση του Στάλιν με ωμές αντισημιτικές, σοβινιστικές και τσαρλατάνικες απόψεις. Ο δε Φουρ ένας χυδαίος σταλινικός απατεώνας, που αξιοποιεί τις "μελέτες" του Μούχιν εν γνώσει των αντιδραστικών αφετηριών και της αναξιοπιστίας τους.

Είναι ενδεικτικό ότι κανείς σοβαρός ερευνητής δεν ασχολείται με τις δημοσιεύσεις του Μούχιν, που δεν είναι καν ιστορικός, αλλά μεταλλειολόγος μηχανικός -- όπως και εκδότης μιας δημοφιλούς στους Ρώσους εθνικιστές και αντισημίτες εφημερίδας. Και αυτό δεν παραξενεύει ούτε οφείλεται σε κάποια "αντικομμουνιστική προκατάληψη", αφού, όπως διαβάζουμε σε σελίδες στο Διαδίκτυο, τα επιτεύγματα του κυρίου Μούχιν περιλαμβάνουν:

"--Μια συλλογή άρθρων που ισχυρίζεται ότι ο Χίτλερ ήταν το μεγαλύτερο στρατιωτικό μυαλό που υπήρξε ποτέ, και έχασε στον πόλεμο γιατί αντιμετώπισε τον Στάλιν, που ήταν ακόμα μεγαλύτερο μυαλό απ' αυτόν.

--Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι οι αμερικάνοι αστροναύτες δεν προσγειώθηκαν στο φεγγάρι και όλα τα ευρήματά τους από τη σελήνη ήταν πλαστά.

--Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι οι θεωρίες του Λυσένκο ήταν σωστές.

--Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο Μπόρις Γέλτσιν πέθανε το 1996 και αντικαταστάθηκε από τον δίδυμό του αδερφό.

--Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο Στάλιν δολοφονήθηκε το 1953 ως αποτέλεσμα μιας εβραϊκής συνωμοσίας της οποίας ηγούνταν ο Χρουστσόφ.

--Ερωτήματα για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων".

Αν αυτό δεν αρκεί, επειδή προέρχεται από "αντισταλινική" πηγή, ας δούμε τι λέει ο ίδιος ο Φουρ, ο οπαδός του Μούχιν, που οι φωστήρες του Ριζοσπάστη παραθέτουν ως αυθεντία. Στον διαδικτυακό τόπο του (http://chss.montclair.edu/english/furr/) ο Φουρ, όχι μόνο ομολογεί τον αντισημιτισμό και τσαρλατανισμό του Μούχιν, αλλά και ότι, ακόμη, είναι εχθρός του κομμουνισμού και χρησιμοποιεί κατά κόρον αντικομμουνιστικές πηγές. Αναφερόμενος στο βιβλίο του Μούχιν Ubiystvo Stalina i Beriia παρατηρεί:

"Αυτό το βιβλίο του Μούχιν απορρίπτεται συχνά [...] με το επιχείρημα ότι έχει κάνει παρατηρήσεις που μπορεί να ερμηνευθούν ως αντισημιτικές [...]. Αυτό το γραπτό δεν αντλεί [...] από εκείνα τα αποσπάσματα που μπορεί να εννοηθούν ως αντισημιτικές δηλώσεις. Ο Μούχιν έχει επίσης υποστηρίξει εκκεντρικές θέσεις σε μερικά θέματα [...]. Το ίδιο μπορεί, και πρέπει, να ειπωθεί όταν παρατίθενται αντικομμουνιστές ειδικοί [...]: δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν, κάποτε, να έχουν μερικές πολύτιμες συλλήψεις. Και, ασφαλώς, ο αντικομμουνισμός κανονικά ευθυγραμμίζεται στενά με τον αντισημιτισμό. Ούτε κομμουνιστής ούτε Εβραίος, ο Μούχιν δείχνει μια εχθρότητα και προς τα δυο, αλλά δεν είναι ούτε συμβατικός αντικομμουνιστής, ούτε συμβατικός αντισημίτης".

Όπως βλέπουμε, ο Φουρ αναγνωρίζει ότι ο Μούχιν είναι ένας αντικομμουνιστής αντισημίτης, παρηγορώντας μας με τη μη "συμβατικότητά του". Αυτό όμως μετά βίας συνιστά παρηγοριά, καθώς η "διαφορά" είναι ότι, ενώ οι "συμβατικοί" αντικομμουνιστές-αντισημίτες προσπαθούν να διατηρούν μια επίφαση "σοβαρότητας", ο Μούχιν ξεπερνά κάθε όριο απάτης και γελοιότητας. Κάτι που αληθεύει τελικά και για τον ίδιο το Φουρ, ο οποίος παρουσιάζει τον Στάλιν, και ακόμη τον δήμιο Μπέρια, ως ακραιφνείς δημοκράτες, οπαδούς τού "Όλη η εξουσία στα σοβιέτ"(!).

Καταλαβαίνουν άραγε στο Ριζοσπάστη από τι γκαιμπελίσκους και φασιστοειδή πιάνονται, στην προσπάθειά τους να νεκραναστήσουν τον Στάλιν; Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού ένα τέτοιο έργο μόνο από γκαιμπελίσκους μπορεί να εκπληρωθεί.

Αλλά, πέρα από την ανυποληψία των Μούχιν και Φουρ, αρκετά "στοιχεία" που προσκομίζουν μόνο πειστικά δεν είναι. Αναφέρεται ως απόδειξη ότι η απόφαση του ΠΓ για εκτέλεση των Πολωνών δεν είναι γνήσια, ότι "είχε, μεταξύ άλλων, τις υπογραφές των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν, οι οποίοι ωστόσο ήταν απόντες από τη 13η Σύνοδο του οργάνου το Μάρτη του 1940" (βλ. το άρθρο του Α. Γκίκα). Αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτα, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να την υπογράψουν αργότερα. Ακόμη, σχετικά με το σημείωμα του Σελέπιν, αρχηγού της KGB στα 1958-61 και μέλους του ΠΓ του ΚΚΣΕ στα 1964-75, στα 1959 προς τον Χρουστσόφ, όπου ομολογείται η εξόντωση 21.857 Πολωνών, επικαλούνται ότι "ο Σελέπιν αρνήθηκε γνώση του κειμένου που υποτίθεται πως φέρει την υπογραφή του. Τουναντίον, ερωτηθείς, δήλωσε πως οι γνώσεις του για το Κατίν την περίοδο που ήταν επικεφαλής της KGB περιορίζονταν στα εκάστοτε δημοσιεύματα του Τύπου..." (Α. Γκίκας, ό.π.). Μια τέτοια δήλωση όμως, από τη μεριά ενός τόσο υψηλόβαθμου στελέχους, μόνο σαν αφελής και ένοχη προσπάθεια συγκάλυψης μπορεί να εκληφθεί. Οπωσδήποτε, είναι λίγο απίθανο ο επικεφαλής της KGB να γνώριζε για το θέμα μόνο ό,τι έλεγαν οι εφημερίδες. Τέλος, ούτε το ότι οι εκτελέσεις των Πολωνών έγιναν με γερμανικά όπλα αποδεικνύει κάτι, αφού είναι σαφές ότι η KGB θα έπαιρνε τα μέτρα της για να σβήσει τα ίχνη του εγκλήματος. Αντιστρέφοντας το ερώτημα, αν οι ναζί ήθελαν να στήσουν προβοκάτσια, το φθινόπωρο του 1941, όπως διαβεβαιώνει ο Μ. Μαΐλης, θα ήταν τόσο ηλίθιοι ώστε να χρησιμοποιήσουν γερμανικά όπλα; Δεν θα προτιμούσαν κάποιο τύπο σοβιετικού πιστολιού, από αυτά που λαφυραγωγούσαν μαζικά στον πόλεμο με την ΕΣΣΔ;

Οι αναφορές σε αντικομμουνιστές στο ΚΚΕ δεν περιορίζονται στους Μούχιν και Φουρ. Ανάλογης ποιότητας πηγές επικαλούνται στις "Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό" για το 18ο Συνέδριο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον αμερικανό πρεσβευτή στην ΕΣΣΔ Τζόζεφ Ντέιβις (στη μαρτυρία του ως θεατή των Δικών της Μόσχας στηρίζουν τη θέση ότι ο Μπουχάριν είχε γίνει πράκτορας, θεωρώντας την ίσως πιο έγκυρη από του "μισητού" Χρουστσόφ) και τον Λούντο Μάρτενς (για τον ωμό αντισοβιετισμό του οποίου, τη σύνδεσή του με νατοϊκούς, αντικομμουνιστές παράγοντες κ.λπ., έδωσε στοιχεία ο Γ. Ρούσης στον προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ, Ριζοσπάστης, 2.11.2008), χωρίς να τον αντικρούσει κανένα από τα λαλίστατα σαΐνια του Ριζοσπάστη.

Φυσικά, οι δημοσιολόγοι του ΚΚΕ μπορεί να φωνασκούν περί Γκαίμπελς κ.ο.κ. Με το να επικαλούνται τους Μούχιν και τους Μάρτενς, όμως, αποδεικνύουν τελικά πως οι ίδιοι είναι εφάμιλλοι, αν όχι χειρότεροι, πλαστογράφοι. Και ότι, σε κάθε περίπτωση, κίνητρό τους δεν είναι η ιστορική αλήθεια, ούτε η υπόθεση του κομμουνισμού, που δήθεν μονοπωλούν...

50 χρόνια απομυθοποίησης

Σαν αύριο πριν 50 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου 1956, στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την ομιλία του Νικήτα Χρουτσώφ, είχαμε την πρώτη ρωγμή στο μύθο της σοβιετικής σοσιαλιστικής κοινωνίας και την παραδοχή εκ μέρους του καθεστώτος ενός από τα μαζικότερα και διαρκέστερα εγκλήματα του 20ου αιώνα, της σταλινικής δικτατορίας (δεύτερο σε αριθμό θυμάτων μόνο σε σχέση με την μαοϊκή Κίνα και συγκρίσιμο σε αποκτήνωση μόνο με τη ναζιστική Γερμανία). Ενός εγκλήματος που σήμερα μόνο φανατικοί ιδεοληπτικοί (και όπως φαίνεται νοσταλγοί των πρακτικών του) αρνούνται να αναγνωρίσουν.
Σε μια κλειστή συνεδρίαση, μπροστά μόνο σε μέλη του κόμματος, ο Γενικός Γραμματέας του παραδέχτηκε τα εγκλήματα της σταλινικής εποχής, σε ότι αφορούσε εκκαθαρίσεις μελών του (και παρότι ο ίδιος ο Χρουτσώφ είχε σημαντική ευθύνη και συμμετοχή σ’αυτά). Μια επιτροπή προετοιμασίας για το συνέδριο βρήκε 681,692 θύματα. Αργότερα, στο 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Χρουτσώφ παραδέχτηκε και τα εγκλήματα του καθεστώτος ενάντια στα μη-μέλη, στον απλό λαό, προτείνοντας και την ανέγερση μνημείου στος τιμήν τους (πράγμα που φυσικά δεν έγινε αφού προείχαν τα προγανδιστικά στρατευμένα έργα εξύμνησης της σοσιαλιστικής ουτοπίας και του σοβιετικού υπεράνθρωπου).
 Ασφαλώς και τα κίνητρα του Χρουτσώφ για την αναγνώριση των εγκλημάτων δεν ήταν στο ελάχιστο ανθρωπιστικά, αλλά το ίδιο κυνικά με τα κίνητρα αυτών που τα διέπραξαν. Άλλωστε τα χέρια του έσταζαν από βάρος εκατομμυρίων νεκρών, ιδίως κατά τη θητεία του στην Ουκρανία. Ενώ τα εκατομμύρια των νεκρών και των εκτοπισμένων να θυσιάστηκαν στο βωμό της επιβίωσης της σταλινικής απολυταρχίας, η δημοσιοποίησή των εγκλημάτων σε βάρος τους εξυπηρέτησε αργότερα τις μάχες πολιτικής εξουσίας στους κόλπους του κόμματος, χτυπώντας τους πολιτικούς αντιπάλους του Χρουτσώφ. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ο Στάλιν έγινε το εξιλαστήριο θύμα για ένα ολόκληρο δολοφονικό μηχανισμό που διέπραξε απίστευτα εγκλήματα και του οποίου τα μέλη και η ιδεολογία τους χρειάζονταν μια ηθική απενοχοποίηση.
Δυσυχώς, η έκταση των εγκλημάτων είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται σήμερα από επιστήμονες και ανθρωπιστικές οργανώσεις (το 2004 ανακοινώθηκαν 1,345 εκατομμύρια εξακριβωμένα ονόματα θυμάτων), σε κάθε όμως περίπτωση μιλάμε για περισσότερα από 20 εκατομμύρια θύματα. Μέχρι το 1956 μπρούμε πρόχειρα να αναφέρουμε:
-Την εκτέλεση δεκάδων χιλιάδων ομήρων και αιχμαλώτων χωρίς δίκη το 1918-1922
-Την σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών και εργατών στις βίαιες καταστολές των εξεγέργσεών τους την ίδια περίοδο.
-Την εκτόπιση και την εξολόθρευση των Κοζάκων του Ντον το 1920
-Τις δολοφονίες δεκάδων χιλιάδων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1918-1930
-Τον θάνατο περίου 5 εκατομμυρίων στον λιμό του 1922
-Την υποχρεωτική κολλεκτιβοποίηση της υπαίθρου και την εξόντωση των διαφωνούντων ιδιοκτητών.
-Την εκτόπιση και την εκκαθάριση περίπου 2 εκατομμυρίων κουλάκων (ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών γης) το 1930-32
-Τον εσκεμμένο λοιμό και την απομόνωση της Ουκρανίας που οδήγησε στο θάνατο 6 εκατομμύρια Ουκρανούς
-Την εκκαθάριση σχεδόν 690.000 ατόμων στις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις του 1937-38
-Τον εκτοπισμό εκατομμυρίων Πολωνών, Ουκρανών, Πόντιων Ελλήνων, Αφγανών, Κορεατών, Κινέζων, κατοίκων των Βαλτικών Χωρών, της Μολδαβίας και της Βερασάβιας το 1939-41 και το 1944-45
-Την εκτόπιση και την εκκαθάριση των Γερμανών του Βόλγα το 1941
-Την εκτόπισση και την εγκατάλειψη των Τατάρων της Κριμαίας, των Τσετσένων και των Ινγκουσέτιων το 1943-44
-Το 1953 υπήρχαν στα Γκούλαγκ πάνω από 2,5 εκατομμύρια φυλακισμένοι, εκ των οποίων το 1,2 αμνηστεύτηκε 3 βδομάδες μετά τον θάνατο του Στάλιν.
 Όσοι διανοούμενοι προσπάθησαν να αντισταθούν σε αυτόν τον ολοκληρωτικό οδοστρωτήρα αίματος εκτοπίστηκαν, εκτελέστηκαν, κλείστηκαν σε ψυχιατρεία και ελάχιστοι τυχεροί εξορίστηκαν στο εξωτερικό (όπου κάποιοι όπως ο Μαρκώφ δολοφονήθηκαν). Το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν ήταν μια σπάνια καθαρή ματιά κάτω από το σιδερένιο πέπλο της σταλινικής προπαγάνδας. Το έργο της Τσεκά, της GPU, της NKVD και της KGB δεν έλαβε ποτέ την «αναγνώριση» που του άξιζε.
Από τα θύματα των πολιτικών διώξεων, με ιδιαίτερη μανία καταδιώχθηκαν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις του αριστερού χώρου. Μόνο το 1925 η GPU «εξάρθρωσε» 81 οργανώσεις αναρχικών, 14 οργανώσεις μενσεβίκων, 6 οργανώσεις σοσιαλεπαναστών της δεξιάς, 7 οργανώσεις σοσιαλεπαναστατών της αριστεράς, 117 οργανώσεις «διάφορων διανοούμενων», 24 οργανώσεις «μοναρχικών», 85 οργανώσεις «κληρικών» και «αιρετικών» και 675 ομάδες κουλάκων. Η επιθετική, αδιάλλακτη και βίαιη ιδεολογία του Λένιν και των Μπολσεβίκων πολέμησε με λύσσα κάθε πολιτική διαφορετικότητα συνθλίβοντας κάθε αντίθετη φωνή, ακόμα και όσων τη βοήθεια χριεάστηκε στα πρώτα στάδια της επανάστασης. Και γι’αυτό αξίζει την καταδίκη της πρώτα και κύρια από τον χώρο που ξεκίνησε και στη συνέχεια έπνιξε.
Αυτά που ένα αιμοσταγές καθεστώς είχε το θάρρος να αναγνωρίσει κάνοντας τη αυτοκριτική του, η σημερινή ιδεολογική τύφλωση αρνείται ακόμα να τα δει. Αντί το μέγεθος και μόνο της θηριωδίας να τους παγώνει το αίμα, σήμερα γινόμαστε δέκτες της χονδροειδούς γκαιμπελικής προπαγάνδας τους. Οι εχθροί της δημοκρατίας, του πολιτικού πλουραλισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανεξαρτησίας της σκέψης και της άποψης όχι μόνο δεν ηττήθηκαν στη χώρα μας, αλλά κατάφεραν να γίνουν ιδεολογικό κατεστημένο, όπως απέδειξε η σύμπλευση μαζί τους του συνόλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος στο ζήτημα της καταδίκης των εγκλημάτων των κομμουνιστκών καθεστώτων από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤOY ΚΟΜΜΟΥΝΙΣMOY

Οι εκατοντάδες αγροτικές εξεγέρσεις της άνοιξης και του θέρους του 1919 στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δίχως επαύριο νίκη των Λευκών στρατευμάτων του στρατηγού Ντενίκιν. Ξεκινώντας από το νότο της Ουκρανίας στις 19 Μαΐου 1919, ο Λευκός Στρατός προέλασε πολύ γρήγορα απέναντι στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που ήταν απασχολημένες με την καταστολή των αγροτικών ανταρσιών. Τα στρατεύματα του Ντενίκιν κατέλαβαν το Χαρκόφ στις 12 Ιουνίου, το Κίεβο σας 28 Αυγούστου, το Βορόνιεζ στις 30 Σεπτεμβρίου. Η οπισθοχώρηση των μπολσεβίκων, που δεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν τη εξουσία τους παρά μόνο στις πιο μεγάλες πόλεις, αφήνοντας την ύπαιθρο στους εξεγερμένους αγρότες, συνοδεύτηκε με ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων και ομήρων στις οποίες θα επανέλθουμε. Στην εσπευσμένη αναδίπλωσή τους διαμέσου της ενδοχώρας όπου μαινόταν το αγροτικό αντάρτικο, τα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά δεν έδειξαν καμιά λύπηση: εκατοντάδες καμένα χωριά, ομαδικές εκτελέσεις «κακοποιών», λιποτακτών και «ομήρων». Η εγκατάλειψη και κατόπιν η επανακατάκτηση, στα τέλη του 1919 και τις αρχές του 1920, της Ουκρανίας έδωσαν αφορμή σε ένα υπερβολικό ξέσπασμα βίας εναντίον των αμάχων πληθυσμών, το οποίο περιγράφει συγκλονιστικά στο αριστούργημά του «Το Κόκκινο Ιππικό»98 ο Ισαάκ Μπάμπελ.

Στις αρχές του 1920, οι στρατιές των Λευκών, με την εξαίρεση κάποιων διασκορπισμένων μονάδων που είχαν βρει καταφύγιο στην Κριμαία κάτω από τις διαταγές του βαρόνου Βράνγκελ, διαδόχου του Ντενίκιν, είχαν ηττηθεί. Έμειναν αντιμέτωπες οι δυνάμεις των μπολσεβίκων και των αγροτών. Μέχρι το 1922, ένας ανελέητος διωγμός θα εξαπολυθεί στην ύπαιθρο που μαχόταν την εξουσία. Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1920, μια καινούργια μεγάλη εξέγερση, γνωστή με το όνομα «επανάσταση των δικράνων», ξέσπασε σε μια ευρύτατη έκταση που απλωνόταν από τον Βόλγα μέχρι τα Ουράλια, στις επαρχίες του Καζάν, του Σιμπίρσκ και της Ούφα. Κατοικημένες από Ρώσους αλλά επίσης και από Τατάρους και Μπασκίρους, οι περιοχές αυτές υφίσταντο ιδιαιτέρως επαχθείς επιτάξεις. Σε λίγες εβδομάδες, η ανταρσία εξαπλώθηκε σε καμιά δεκαριά περιφέρειες. Ο εξεγερμένος αγροτικός στρατός των «Μαύρων Αϊτών» αριθμούσε στο απόγειό του γύρω στις 50.000 μαχητές. Εξοπλισμένες με κανόνια και πολυβόλα, οι Ομάδες Εσωτερικής Άμυνας της Δημοκρατίας αποδεκάτισαν τους αντάρτες που πολεμούσαν με δίκρανα και κοντάρια. Μέσα σε μερικές μέρες, χιλιάδες εξεγερμένων σφαγιάστηκαν κι εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν99.

Μετά από τη σύντομη συντριβή της «επανάστασης των δικράνων», η φλόγα των αγροτικών εξεγέρσεων εξαπλώνεται εκ νέου στις επαρχίες του Μέσου Βόλγα, που επίσης υφίστανται μεγάλη αφαίμαξη από τις επιτάξεις: Ταμπόβ, Πέντζα, Σαμάρα, Σαράτοφ και Τσαρίτσιν. Όπως το παραδεχόταν ο εκ των ηγετών των μπολσεβίκων Αντόνοφ-Οβσεένκο, που θα ετίθετο επικεφαλής των διωγμών κατά των εξεγερμένων αγροτών του Ταμπόβ, αν πραγματοποιούνταν τα πλάνα των επιτάξεων του 1920-1921, οι αγρότες θα καταδικάζονταν σε βέβαιο θάνατο: τους άφηναν κατά μέσο όρο 16 κιλά σπόρων σιτηρών και 24 κιλά πατάτες το χρόνο για κάθε άτομο, δηλαδή δέκα με δώδεκα φορές λιγότερο από το ελάχιστο ζωτικό όριο! Ήταν, λοιπόν, ένας αγώνας επιβίωσης που ανέλαβαν οι αγρότες αυτών των επαρχιών από το καλοκαίρι του 1920. Και θα διαρκούσε χωρίς διακοπή για δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ο λιμός θα κατέβαλλε τους εξεγερμένους χωρικούς.

Ο τρίτος σημαντικός πόλος συγκρούσεων ανάμεσα στους μπολσεβίκους και στους αγρότες το 1920 παρέμενε η Ουκρανία, την οποία οι μπολσεβίκοι είχαν ανακαταλάβει από τον Δεκέμβριο του 1919 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1920 από τα στρατεύματα των Λευκών. Ωστόσο, η ενδοχώρα της υπαίθρου βρισκόταν υπό τον έλεγχο εκατοντάδων αποσπασμάτων ελεύθερων Πράσινων κάθε προέλευσης ή από μονάδες λιγότερο ή περισσότερο προσκείμενες στον Μαχνό. Αντίθετα με τους Μαύρους Αϊτούς, τα ουκρανικά στρατεύματα, αποτελούμενα βασικά από λιποτάκτες, ήταν καλά εξοπλισμένα. Το καλοκαίρι του 1920, ο στρατός του Μαχνό αριθμούσε ακόμη 15.000 άντρες, 2.500 ιππείς, περί τα 100 πολυβόλα, καμιά εικοσαριά κανόνια πυροβολικού και δύο τεθωρακισμένα οχήματα. Εκατοντάδες μικρότερες «συμμορίες» που αποτελούνταν από κάποιες δεκάδες μέχρι κάποιες εκατοντάδες μαχητές, προέβαλλαν επίσης ισχυρή αντίσταση στη διείσδυση των μπολσεβίκων. Για να πολεμήσει αυτό το αγροτικό αντάρτικο, η κυβέρνηση διόρισε στις αρχές Μαΐου του 1920 τον Φελίξ Ντζερζίνσκι, τον αρχηγό της Τσεκά, «διοικητή των μετόπισθεν του νοτιοδυτικού μετώπου». Ο Ντζερζίνσκι έμεινε περισσότερο από δύο μήνες στο Χαρκόφ για να συστήσει επιτόπου 84 ειδικές μονάδες δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας της Δημοκρατίας, επίλεκτες μονάδες που είχαν στη διάθεσή τους ιππικό επιφορτισμένο να καταδιώκει τους «αντάρτες» και αεροπλάνα με αποστολή να βομβαρδίζουν τις «φωλιές των κακούργων»100. Ανέλαβαν να ξεριζώσουν εντός τριών μηνών το αντάρτικο των αγροτών. Στην πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις «ειρήνευσης» κράτησαν περισσότερο από δύο χρόνια, από το καλοκαίρι του 1920 μέχρι το φθινόπωρο του 1922, με τίμημα δεκάδες χιλιάδες θύματα.

Ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια της πάλης των μπολσεβίκων κατά των αγροτών, η «αποκοζακοποίηση» - η εξόντωση των Κοζάκων του Ντον και του Κουμπάν ως κοινωνικής ομάδας - κατέχει εξέχουσα θέση. Για πρώτη φορά, πράγματι, το νέο καθεστώς πήρε μια σειρά κατασταλτικών μέτρων για την εξάλειψη, την εξόντωση, την εκτόπιση - σύμφωνα με την αρχη της συλλογικής ευθύνης - του συνόλου του πληθυσμού μιας περιοχής που οι μπολσεβίκοι συνήθιζαν ν’ αποκαλούν «σοβιετική Βανδέα» . Οι επιχειρήσεις αυτές δεν υπήρξαν αποτέλεσμα στρατιωτικών αντιποίνων μες στη δίνη των μαχών αντιθέτως, είχαν σχεδιαστεί εκ προοιμίου κι αποτέλεσαν το αντικείμενο αρκετών διαταγμάτων που αποφασίστηκαν στο υψηλότερο κρατικό επίπεδο, με την άμεση εμπλοκή πολυάριθμων πολιτικών στελεχών πρώτης γραμμής (Λένιν, Ορτζονικίτζε, Συρτσόφ, Σοκόλνικοφ, Ρέινγκολντ). Την άνοιξη του 1919, η πρώτη απόπειρα εφαρμογής της απέτυχε εξαιτίας της στρατιωτικής αναδίπλωσης των μπολσεβίκων, όμως το 1920 η «αποκοζακοποίηση» ξανάρχισε με ανανεωμένη βιαιότητα, όταν οι μπολσεβίκοι ανακατέλαβαν τις περιοχές των Κοζάκων στον Ντον και το Κουμπάν.

Οι Κοζάκοι, που είχαν στερηθεί από τον Δεκέμβριο του 1917 του νομικού καθεστώτος που απολάμβαναν υπό το παλαιό καθεστώς και είχαν καταταγεί από τους μπολσεβίκους στους «κουλάκους» και στους «ταξικούς εχθρούς», με ηγέτη τους τον «αταμάν» Κρασνόφ είχαν ενωθεί με τις δυνάμεις των Λευκών στο νότο της Ρωσίας, την άνοιξη του 1918. Τον Φεβρουάριο του 1919, όταν εξαπολύθηκε η γενική επίθεση των μπολσεβίκων κατά της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας, τα πρώτα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού διείσδυσαν στα εδάφη των Κοζάκων, στην περιοχή του Ντον. Οι μπολσεβίκοι εφάρμοσαν εξαρχής μια δέσμη μέτρων που εκμηδένιζαν την ουσία της ιδιαιτερότητας των Κοζάκων: τα εδάφη που ανήκαν στους Κοζάκους κατασχέθηκαν και αναδιανεμήθηκαν σε Ρώσους αποίκους ή σε ντόπιους αγρότες που δεν ήταν Κοζάκοι. Ot Κοζάκοι διατάχθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, αλλιώς θα υπόκειντο στην ποινή του θανάτου - όλοι οι Κοζάκοι, χάρη στον παραδοσιακό τους ρόλο των συνοριακών φρουρών της αυτοκρατορικής Ρωσίας, ήταν οπλισμένοι. Ol συνελεύσεις και τα περιφερειακά διοικητικά όργανα των Κοζάκων διαλύθηκαν.

Όλα τα παραπάνω μέτρα αποτελούσαν τμήμα ενός προκαθορισμένου σχεδίου αποκοζακοποίησης, όπως αυτό απεικονίζεται σε μια μυστική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής τον κόμματος των μπολσεβίκων με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1919: «Στο φως της εμπειρίας του εμφυλίου πολέμου κατά των Κοζάκων, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ως μοναδικό πολιτικά ορθό μέτρο τον ανελέητο αγώνα, τους μαζικούς διωγμούς κατά των πλουσίων Κοζάκων, τους οποίους οφείλουμε να εξοντώσουμε μέχρι ενός»101.

Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 1919 ο Ρέινγκολντ, ο πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής του Ντον, που ήταν επιφορτισμένος με την επιβολή της «μπολσεβίκικης τάξης» σης περιοχές των Κοζάκων, «είχαμε την τάση να εφαρμόζουμε μια πολιτική εξόντωσης των Κοζάκων χωρίς την παραμικρή διάκριση»102. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, από τα μέσα Φεβρουάριου μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1919, τα αποσπάσματα των μπολσεβίκων είχαν εκτελέσει περισσότερους από 8.000 Κοζάκους103. Σε κάθε stanitsa (κωμόπολη των Κοζάκων), επαναστατικά δικαστήρια εξέδιδαν σε μερικά λεπτά συνοπτικές αποφάσεις βάσει καταλόγων υπόπτων, οι οποίοι συνήθως καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου εξαιτίας «αντεπαναστατικής συμπεριφοράς». Μπροστά σε αυτή την απροκάλυπτη καταπίεση, οι Κοζάκοι δεν είχαν άλλη διέξοδο από την εξέγερση.

Ο ξεσηκωμός άρχισε από την περιφέρεια της Βεσένσκαγια σας 11 Μαρτίου 1919. Πολύ καλά οργανωμένοι, οι εξεγερμένοι Κοζάκοι κήρυξαν γενική επιστράτευση όλων των ανδρών από 16 μέχρι 55 ετών. Έστειλαν σε όλη την περιοχή του Ντον και έως τη μεθοριακή επαρχία του Βορόνιεζ τηλεγραφήματα που καλούσαν το λαό να ξεσηκωθεί κατά των μπολσεβίκων. «Εμείς ol Κοζάκοι», διευκρίνιζαν, « δεν είμαστε εναντίον των σοβιέτ. Υποστηρίζουμε τις ελεύθερες εκλογές. Είμαστε κατά των κομμουνιστών, ενάντιοι στις κολεκτίβες και στους Εβραίους. Είμαστε εναντίον των επιτάξεων, των κλοπών και των εκτελέσεων στις οποίες προβαίνουν οι Τσεκά»104. Στις αρχές Απριλίου, οι εξεγερμένοι Κοζάκοι είχαν συγκροτήσει μια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη 30.000 καλά εξοπλισμένων, εμπειροπόλεμων ανδρών. Εξορμώντας στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού που μαχόταν πιο νότια με τα στρατεύματα του στρατηγού Ντενίκιν και τους συμμάχους του, τους Κοζάκους του Κουμπάν, οι εξεγερμένοι του Ντον συνεισέφεραν, εξίσου με τους ξεσηκωμένους Ουκρανούς αγρότες, στην κεραυνοβόλα επέλαση των Λευκών στρατιών τον Μάιο-Ιούνιο του 1919. Στις αρχές Ιουνίου, οι Κοζάκοι του Ντον ενώθηκαν με τον κυρίως όγκο των Λευκών, που υποστηρίζονταν από τους Κοζάκους του Κουμπάν. Ολόκληρη η «κοζάκικη Βανδέα» είχε απελευθερωθεί από τη μισητή εξουσία των «Μοσχοβιτών, των μπολσεβίκων και των Εβραίων».

Ωστόσο, με την αντιστροφή της στρατιωτικής κατάστασης, οι μπολσεβίκοι επέστρεψαν τον Φεβρουάριο του 1920. Άρχισε μια δεύτερη στρατιωτική κατοχή των εδαφών των Κοζάκων, ακόμη πιο φονική από την πρώτη. Η περιοχή του Ντον υποχρεώθηκε σε εισφορά 36.000.000 pouds δημητριακών, ποσότητα που ξεπερνούσε κατά πολύ το σύνολο της ντόπιας παραγωγής. 0 αγροτικός πληθυσμός είδε να του υφαρπάζουν όχι μονάχα τα ισχνά του πλεονάσματα σε τρόφιμα αλλά επίσης και το σύνολο των αγαθών του, «στα οποία περιλαμβάνονταν υποδήματα, ρούχα, μαξιλάρια και σαμοβάρια», καθώς διευκρίνιζε μια αναφορά της Τσεκά105. Όλοι οι άντρες που ήταν σε θέση να πάρουν τα όπλα αντέδρασαν στις συστηματικές λεηλασίες και τους διωγμούς πυκνώνοντας τις τάξεις των Πράσινων ανταρτών. Τον Ιούλιο του 1920, οι εξεγερμένοι αριθμούσαν τουλάχιστον 35.000, στο Κουμπάν και στον Ντόν. Αποκλεισμένος στην Κριμαία από τον Φεβρουάριο, ο στρατηγός Βράνγκελ αποφάσισε, σε μια ύστατη απόπειρα, να ενωθεί με τους Κοζάκους και τους Πράσινους του Κουμπάν. Στις 17 Αυγούστου 1920, 5.000 άντρες αποβιβάστηκαν κοντά στο Νοβοροσίσκ. Κάτω από τη συνδυασμένη πίεση των Λευκών, των Κοζάκων και των Πράσινων, οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Γιεκατερίνονταρ, την πρωτεύουσα του Κουμπάν, κατόπιν και την ευρύτερη περιοχή. Από την πλευρά του, ο στρατηγός Βράνγκλερ προήλαυνε στη νότια Ουκρανία. Ωστόσο, οι επιτυχίες των Λευκών δεν είχαν διάρκεια. Οι δυνάμεις των μπολσεβίκων, πολύ υπέρτερες, επικράτησαν στα πεδία των μαχών και τα στρατεύματα του Βράνγκελ, επιβαρυμένα με τα ατέλειωτα καραβάνια των αμάχων, συνέκλιναν, τέλη Οκτωβρίου, στην Κριμαία, ενώ μια απερίγραπτη αταξία κυριαρχούσε. Η ανακατάκτηση της Κριμαίας από τους μπολσεβίκους, τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης μεταξύ Λευκών και Κόκκινων, υπήρξε η πλέον αιματηρή φάση του εμφυλίου: τουλάχιστον 50.000 άμαχοι σφαγιάστηκαν από τους μπολσεβίκους τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1920 (106).

Ευρισκόμενοι, ακόμη μια φορά, στο στρατόπεδο των ηττημένων, οι Κοζάκοι υπέστησαν εκ νέου την Κόκκινη Τρομοκρατία. Ένας από τους βασικούς ιθύνοντες της Τσεκά, ο Λετονός Καρλ Λάντερ, διορίστηκε «πληρεξούσιος του βορείου Καυκάσου και του Ντον». Εγκατέστησε αμέσως troiki ειδικά δικαστήρια επιφορτισμένα με την αποκοζακοποίηση. Μόνο τον Οκτώβριο του 1920, αυτά τα δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο περισσότερα από 6.000 άτομα, που εκτελέστηκαν πάραυτα107. Οι οικογένειες, ακόμη και οι γείτονες των πράσινων ανταρτών ή των Κοζάκων που είχαν επαναστατήσει κατά του καθεστώτος και οι οποίοι δεν είχαν συλληφθεί, συλλαμβάνονταν συστηματικά όμηροι και κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αληθινά κολαστήρια θανάτου όπως το παραδέχεται και ο Μάρτυν Λάτσις, ο επικεφαλής της Τσεκά στην Ουκρανία, σε κάποια αναφορά του: «Συγκεντρωμένοι σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στο Μάικοπ, οι όμηροι - γυναίκες, παιδιά και γέροι - επιβιώνουν κάτω από τρομακτικές συνθήκες, μες στη λάσπη και το κρύο του Οκτώβρη. [...] Πεθαίνουν σαν τις μύγες. [...] Οι γυναίκες είναι έτοιμες για όλα προκειμένου να γλιτώσουν από το θάνατο. Οι στρατιώτες που φρουρούν το στρατόπεδο επωφελούνται και τις εμπορεύονται»108.

Η παραμικρή αντίσταση ετιμωρείτο αμείλικτα. Όταν ο επικεφαλής της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ έπεσε σε ενέδρα, οι άντρες της τοπικής Τσεκά αποφάσισαν να οργανώσουν μια «Ημέρα Κόκκινης Τρομοκρατίας». Ξεπερνώντας τις οδηγίες και του ίδιου του Λάντερ, ο οποίος ήθελε «αυτή η τρομοκρατική δράση να δώσει την ευκαιρία για τη σύλληψη πολύτιμων ομήρων με προοπτική την εκτέλεση τους και για την επιτάχυνση των διαδικασιών εκτέλεσης των Λευκών κατασκόπων και γενικότερα των αντεπαναστατών», οι άντρες της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ επιδόθηκαν σε ένα όργιο συλλήψεων και εκτελέσεων. Σύμφωνα με τον Λάντερ, «το ζήτημα της κόκκινης τρομοκρατίας λύθηκε μ’ έναν πολύ απλό τρόπο. Οι άντρες της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ αποφάσισαν να εκτελέσουν 300 άτομα σε μία μέρα. Καθόρισαν τις ποσοστώσεις για την πόλη του Πιατιγκόρσκ και τα περίχωρα, και διέταξαν τις οργανώσεις του Κόμματος να καταρτίσουν λίστες εκτελέσεων. [...] Αυτή η δυσάρεστη μέθοδος συμπεριλάμβανε ένα μεγάλο αριθμό ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. [...] Στο Κισλοβόντσκ, επειδή δεν σκέφτηκαν τίποτα καλύτερο, αποφάσισαν να εκτελέσουν όλα τα άτομα που βρίσκονταν στο νοσοκομείο»103.

Μία από τις δραστικές μεθόδους αποκοζακοποίησης υπήρξε η καταστροφή των οικισμών των Κοζάκων και η εκτόπιση όλων όσων είχαν μείνει ζωντανοί. Τα αρχεία του Σεργκύ Ορτζονικίτζε, ενός από τους βασικούς ιθύνοντες των μπολσεβίκων, και την εποχή εκείνη προέδρου της επαναστατικής Επιτροπής του βορείου Καυκάσου, διέσωσαν τις λεπτομέρειες μιας από αυτές τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν από τα τέλη του Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου του 1920110.

Στις 23 Οκτωβρίου, ο Σεργκό Ορτζονικίτζε διέταξε:

«1. Να καεί εκ θεμελίων η κωμόπολη Καλινόφσκαγια.
2.Να εκκενωθούν από όλους τους κατοίκους τους οι κωμοπόλεις Ερμολόφσκαγια, Ρομανόφσκαγια, Σαμασίνσκαγια και Μιχαηλόφσκαγια. Τα σπίτια και τα κτήματα που ανήκαν στους κατοίκους τους να διανεμηθούν στους φτωχούς αγρότες και ειδικότερα στους Τσετσένους, οι οποίοι είχαν παραμείνει απαρασάλευτα πιστοί στη σοβιετική εξουσία.
3. Να φορτωθεί όλος ο αρσενικός πληθυσμός από 18 μέχρι 55 ετών των προαναφερθεισών κωμοπόλεων σε βαγόνια τρένων και να εκτοπισθεί, υπό φρούρηση, στα βόρεια, όπου θα εκτελούσε βαριά καταναγκαστικά έργα.
4. Να απομακρυνθούν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, επιτρέποντάς τους ωστόσο να επανεγκατασταθούν σε άλλους οικισμούς προς το βορρά,
5. Να επιταχθούν όλα τα κοπάδια και όλα τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων των προαναφερθεισών κωμοπόλεων».

Τρεις εβδομάδες αργότερα, μια αναφορά προς τον Ορτζονικίτζε περιέγραφε ως εξής την εξέλιξη των επιχειρήσεων:

«- Καλινόφσκαγια: κατεστράφη ολοσχερώς, όλος ο πληθυσμός (4.220) εκτοπίστηκε ή εκδιώχτηκε.
- Ερμολόφσκαγια: εκκαθαρίστηκε από όλους τους κατοίκους της (3.218).
- Ρομανόφσκαγια: εκτοπίστηκαν 1.600, απομένουν προς εκτόπιση 1.661.
- Σαμασίνσκαγια: εκτοπίστηκαν 1.018, απομένουν προς εκτόπιση 1.900.
- Μιχαηλόφσκαγια: εκτοπίστηκαν 600, απομένουν προς εκτόπιση 2.200.

Εξάλλου, 154 σιδηροδρομικά βαγόνια με τρόφιμα στάλθηκαν στο Γκρόζνι. Στις τρεις κωμοπόλεις όπου η εκτόπιση δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, εκτοπίστηκαν καταρχήν οι οικογένειες όσων είχαν σχέση με τους Λευκούς και τους Πράσινους και όσοι είχαν λάβει μέρος στην πρόσφατη εξέγερση. Ανάμεσα σε εκείνους που δεν είχαν ακόμη εκτοπιστεί υπήρχαν συμπαθούντες του σοβιετικού καθεστώτος, οικογένειες στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, δημόσιοι υπάλληλοι και κομμουνιστές. Η καθυστέρηση των επιχειρήσεων εκτόπισης εξηγείται από την έλλειψη βαγονιών. Κατά μέσο όρο, γινόταν μονάχα μία αποστολή εκτοπιζομένων ανά ημέρα. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκτόπισης, ζητήθηκαν επειγόντως 306 συμπληρωματικά βαγόνια»111.

Πώς κατέληγαν αυτές οι «επιχειρήσεις»; Δυστυχώς, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν μας διαφωτίζει σχετικά. Πληροφορούμαστε ότι οι «επιχειρήσεις» αργοπορούσαν και πως στο τέλος οι εκτοπιζόμενοι άντρες δεν στέλνονταν στο Βορρά, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο, αλλά το πιο συχνά στα όχι και πολύ μακρινά ορυχεία του Ντονέτς. Λαμβάνοντας υπόψη τις σιδηροδρομικές αποστολές στα τέλη του 1920, η επιμελητεία δυσκολευόταν να τα παρακολουθήσει... Ωστόσο, από πολλές απόψεις, η αποκοζακοποίηση του 1920 προοιωνιζόταν τις ευρύτατες «επιχειρήσεις» αποκουλακοποίησης που εξαπολύθηκαν δέκα χρόνια αργότερα: η ίδια αντίληψη μιας συλλογικής ευθύνης, ίδιες διαδικασίες εκτόπισης με σιδηροδρομικά καραβάνια, ίδια προβλήματα επιμελητείας και τόπων υποδοχής που δεν ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν τους εκτοπιζόμενους, ίδια εκμετάλλευση των εκτοπισμένων σε καταναγκαστικά έργα. Οι περιοχές των Κοζάκων του Ντον και του Κουμπάν πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τους μπολσεβίκους. Με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, 300.000-500.000 άτομα σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν το 1919-1920, σ’ ένα σύνολο πληθυσμού που δεν υπερέβαινε τα 3 εκατομμύρια.

Ανάμεσα στις επιχειρήσεις καταστολής που είναι περισσότερο δύσκολο να καταγραφούν και να εκτιμηθούν είναι οι σφαγές των κρατουμένων και των ομήρων που είχαν φυλακιστεί επειδή μόνο και μόνο ανήκαν σε μια «εχθρική» ή «αλλοτριωμένη κοινωνική τάξη». Οι σφαγές αυτές εγγράφονταν στη συνέχεια και στη λογική της κόκκινης τρομοκρατίας του δεύτερου μισού του 1918, όμως σε μεγεθυμένη κλίμακα. Αυτό το όργιο σφαγών που βασιζόταν «σε μια ταξική λογική» νομιμοποιούνταν συνεχώς από το γεγονός της γέννησης ενός καινούργιου κόσμου. Όλα επιτρέπονταν, καθώς το εξηγούσε στους αναγνώστες της το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της Krasnyi Metch (Η Κόκκινη Ρομφαία), εφημερίδας της Τσεκά του Κιέβου:

«Απορρίπτουμε τα ξεπερασμένα συστήματα ηθικής και “ανθρωπισμού” που επινόησε η μπουρζουαζία με σκοπό την καταπίεση και την εκμετάλλευση των “κατώτερων τάξεων”. Η ηθική μας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, ο ανθρωπισμός μας είναι απόλυτος γιατί βασίζεται σ’ ένα καινούργιο ιδανικό: την καταστροφή κάθε μορφής καταπίεσης και βίας. Σε μας επιτρέπονται τα πάντα γιατί είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο που σηκώσαμε το σπαθί μας όχι για να καταπιέσουμε και να σκλαβώσουμε αλλά για να ελευθερώσουμε την ανθρωπότητα από τις αλυσίδες της... Αίμα; Ας χυθεί κατά κύματα! Μια που μόνον το αίμα μπορεί να βάψει για πάντα τη μαύρη σημαία της πειρατικής μπουρζουαζίας και να την μετατρέψει σε κόκκινο λάβαρο, σε φλάμπουρο της Επανάστασης. Μια που μονάχα το τελικό ξεπάστρεμα του παλιού κόσμου μπορεί να μας λυτρώσει για πάντα από την επιστροφή των τσακαλιών!»112

Τέτοιες εκκλήσεις σε δολοφονίες υποδαύλιζαν τα βαθιά ριζωμένα αποθέματα βίας και την επιθυμία για κοινωνική εκδίκηση πολλών ανδρών της Τσεκά, που συχνά στρατολογούνταν, όπως το αναγνώριζαν αρκετοί από τους ιθύνοντες των μπολσεβίκων, ανάμεσα στα «εγκληματικά και κοινωνικά εκφυλισμένα στοιχεία της κοινωνίας». Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1919 προς τον Λένιν, το διευθυντικό στέλεχος των μπολσεβίκων Γκόπνερ περιέγραφε ως εξής τις δραστηριότητες της Τσεκά του Γιεκατερινοσλάβ: «Σε αυτή την οργάνωση όπου κυριαρχούσε η γάγγραινα της εγκληματικότητας, της βίας και της αυθαιρεσίας, καθάρματα και κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου οπλισμένοι ώς τα δόντια εκτελούσαν όποιον δεν τους άρεσε, κατεδίωκαν, λεηλατούσαν, βίαζαν, φυλάκιζαν, διοχέτευαν πλαστά δελτία τροφίμων, απαιτούσαν δωροδοκίες, κατόπιν υποχρέωναν εκείνους που τους είχαν δωροδοκήσει να το ομολογήσουν κι ύστερα τους άφηναν ελεύθερους με χρηματικό αντάλλαγμα δεκαπλάσιο ή εικοσαπλάσιο»113.

Τα αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής, όπως και αυτά του Φελίξ Ντζερζίνσκι, περιέχουν αμέτρητες αναφορές κομματικών υπευθύνων ή επιθεωρητών της πολιτικής αστυνομίας που περιγράφουν τον «εκφυλισμό» των τοπικών Τσεκά που είχαν καταντήσει «χαμαιτυπεία βίας και αίματος». Η εξαφάνιση κάθε προδιαγραφής νομικού ή ηθικού περιεχομένου ευνοούσε συχνά την ολοκληρωτική αυτονομία των τοπικών υπευθύνων της Τσεκά, οι οποίοι δεν έδιναν λόγο πλέον για τη δράση τους στην κομματική ιεραρχία και μεταμορφώνονταν σε αιμοσταγείς, ανεξέλεγκτους και ασυγκράτητους τυράννους. Τρία αποσπάσματα αναφορών, ανάμεσα σε δεκάδες παρόμοια, ρίχνουν φως σε αυτή την εκτροπή της Τσεκά προς την παντελή αυθαιρεσία, την απόλυτη απουσία δικαιοσύνης.

Ιδού η αναφορά του Σμιρνόφ, ινστρούχτορα της Τσεκά στο Συσράν της επαρχίας του Ταμπόβ, προς τον Ντζερζίνσκι, με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1919: «Διαπίστωσα προσωπικά την εξέγερση τών κουλάκων στη Νόβο-Ματριόνσκαγια. Η ανάκριση διεξήχθη με χαοτικό τρόπο. 75 άτομα βασανίστηκαν κατά την ανάκριση κι από τις γραπτές μαρτυρίες δεν είναι δυνατόν να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη. [...] Στις 16 Φεβρουάριου εκτελέστηκαν πέντε άτομα, την επομένη δεκατρία. Οι δικαστικές αποφάσεις που αφορούν τις καταδίκες και τις εκτελέσεις φέρουν ημερομηνία 28 Φεβρουάριου. Όταν απαίτησα από τον τοπικό υπεύθυνο της Τσεκά να μου δώσει εξηγήσεις, μου αποκρίθηκε: “Δεν προλαβαίνουμε να καθαρογράφουμε τις δικαστικές αποφάσεις. Αλλωστε, σε τι θα χρησίμευε κάτι τέτοιο, αφού εξοντώνουμε τους κουλάκους και τους μπουρζουάδες ως κοινωνικές τάξεις;”»114

Να και η αναφορά του γραμματέως της περιφερειακής κομματικής οργάνωσης των μπολσεβίκων του Γιαροσλάβ, στις 26 Σεπτεμβρίου 1919: «Οι άντρες της Τσεκά λεηλατούν και συλλαμβάνουν όποιον να ’ναι. Γνωρίζοντας ότι θα παραμείνουν ατιμώρητοι, έχουν μετατρέψει την έδρα της Τσεκά σε ένα τεράστιο μπορντέλο όπου οδηγούν τις “αστές”. Είναι διαρκώς μεθυσμένοι. Οι διάφοροι επικεφαλής χρησιμοποιούν ευρέως κοκαΐνη»115.

Από το Άστραχαν, στις 16 Οκτωβρίου 1919, έρχεται η αναφορά του απεσταλμένου Ν. Ρόζενταλ, επιθεωρητή της διεύθυνσης των ειδικών τμημάτων: «Ο Αταρμπέκοφ, επικεφαλής των ειδικών τμημάτων της 11ης στρατιάς, δεν αναγνωρίζει πια την κεντρική εξουσία. Στις 30 του παρελθόντος Ιουλίου, όταν ο σύντροφος Ζακόφσκι, απεσταλμένος της Μόσχας για τον έλεγχο της δουλειάς των ειδικών τμημάτων, επισκέφτηκε τον Αταρμπέκοφ, αυτός ο τελευταίος του είπε: “Πείτε στον Ντζερζίνσκι ότι εδώ κάνω εγώ κουμάντο... ” Κανένας διοικητικός κανόνας δεν γίνεται σεβαστός από ένα προσωπικό που αποτελείται στην πλειοψηφία του από αμφίβολα και μάλιστα κακοποιά στοιχεία.

Οι φάκελοι του Τμήματος επιχειρήσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Σχετικά με τις θανατικές καταδίκες και την εκτέλεση των ποινών, δεν βρήκα τα ατομικά πρωτόκολλα αποφάσεων και καταδικών, παρά μονάχα λίστες, πολλές φορές ελλιπείς, με μοναδική ένδειξη “Τυφεκίστηκε με διαταγή του συντρόφου Λταρμπέκοφ”. Όσον αφορά τα γεγονότα του Μαΐου, μου είναι αδύνατον να συμπεράνω ποιος εκτελέστηκε και γιατί. [...] Τα μεθύσια και τα όργια είναι καθημερινά φαινόμενα. Σχεδόν όλοι οι άντρες της Τσεκά παίρνουν κοκαΐνη, κάτι που τους επιτρέπει, καθώς ισχυρίζονται, να αντέχουν την καθημερινή θέα του αίματος. Μεθυσμένοι από εκδίκηση και αίμα, οι άντρες της Τσεκά κάνουν το καθήκον τους, ωστόσο αποτελούν πέρα από κάθε αμφιβολία ανεξέλεγκτα στοιχεία τα οποία πρέπει απαραιτητως να παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς»116.

Οι εσωτερικές αναφορές της Τσεκά και του κόμματος των μπολσεβίκων επιβεβαιώνονται σήμερα από πολυάριθμες μαρτυρίες που έχουν συλλεγεί ήδη από τα έτη 1919-1920 από τους αντιπάλους των μπολσεβίκων και ιδιαιτέρως από την ειδική ερευνητική επιτροπή για τα εγκλήματα των τελευταίων που συνεστήθη από τον στρατηγό Ντενίκιν και της οποίας τα μυστικά αρχεία, που μεταφέρθηκαν από την Πράγα στη Μόσχα το 1945, είναι σήμερα προσιτά. Κιόλας από το 1926, ο Ρώσος σοσιαλεπαναστάτης ιστορικός Σεργκέι Μελγκούνοφ είχε προσπαθήσει να καταγράψει στο βιβλίο του «Η Κόκκινη Τρομοκρατία στη Ρωσία» τις κυριότερες σφαγές κρατουμένων, ομήρων και αμάχων που είχαν εκτελεστεί ομαδικά από τους μπολσεβίκους, σχεδόν πάντα με την κατηγορία ότι ανήκαν σε «εχθρική κοινωνική τάξη». Αν και ελλιπής, ο κατάλογος των βασικών επεισοδίων που σχετίζονται με αυτής της μορφής την καταστολή, όπως αναφέρεται στην πρωτοπόρο εργασία του Μελγκούνοφ, επιβεβαιώνεται πλήρως από ένα σύνολο πολύ διαφορετικών πηγών πληροφοριών που συγκλίνουν και οι οποίες προέρχονται από δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Ωστόσο, η αβεβαιότητα όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων που εκτελέστηκαν στη διάρκεια των κυριότερων επεισοδίων καταστολής - και τα οποία σήμερα επισημαίνονται με ακρίβεια-παραμένει, εξαιτίας του οργανωτικού χάους που βασίλευε στην Τσεκά. Μπορούμε πάντως να διακινδυνεύσουμε λίγο-πολύ την εκτίμηση μιας τάξης μεγέθους διασταυρώνοντας στοιχεία από διαφορετικές πηγές.

Οι πρώτες σφαγές «υπόπτων», ομήρων και άλλων «εχθρών του λαού» που εγκλείονταν προληπτικά - με διοικητικές πράξεις - σε φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν αρχίσει από τον Σεπτέμβριο του 1918, όταν εξαπολύθηκε η πρώτη Κόκκινη Τρομοκρατία. Εφόσον οι κατηγορίες των «υπόπτων», των «ομήρων», των «εχθρών του λαού» είχαν καθιερωθεί και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρέθηκαν σύντομα σε κατάσταση πλήρους λειτουργίας, ο κατασταλτικός μηχανισμός ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση. Ο εκλυτικός παράγοντας σε έναν πόλεμο με μετακινούμενα μέτωπα, όπου κάθε μήνα άλλαζαν τα στρατιωτικά δεδομένα, ήταν φυσικά η κατάληψη μιας πόλης που μέχρι χτες κατεχόταν από τον εχθρό ή, αντιθέτως, η εσπευσμένη εγκατάλειψή της.

Η επιβολή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» στις πόλεις που κατακτιόνταν ή ανακαταλαμβάνονταν περνούσε από τα ίδια στάδια: διάλυση όλων των εκλεγμένων προηγουμένως σωμάτων, απαγόρευση κάθε εμπορικής δραστηριότητας - μέτρο που επέσυρε την άμεση υπερτίμηση όλων των τροφίμων, κατόπιν την εξαφάνιση τους. Κκατάσχεση των επιχειρήσεων που εθνικοποιούνταν ή δημοτικοποιούνταν επιβολή βαριάς φορολογίας στην αστική τάξη - 600 εκατομμύρια ρούβλια στο Χαρκόφ τον Φεβρουάριο του 1919, 500 εκατομμύρια στην Οδησσό τον Απρίλιο του 1919. Ως εγγύηση της συμμόρφωσης με την προαναφερθείσα εισφορά, εκατοντάδες «μπουρζουάδες» συλλαμβάνονταν όμηροι και φυλακίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην πραγματικότητα, η εισφορά ήταν συνώνυμη με τη λεηλασία, την απαλλοτρίωση και τις ταπεινώσεις, πρώτο στάδιο της εκμηδένισης της «μπουρζουαζίας ως κοινωνικής τάξης».

«Σύμφωνα με τις αποφάσεις των σοβιέτ των εργατών, η σημερινή 13η Μαϊου κηρύχτηκε μέρα απαλλοτρίωσης της μπουρζουαζίας», διάβαζε κανείς στην Izvestia του Συμβουλίου των αντιπροσώπων των εργατών στις 13 Μαΐου 1919. «Οι κατέχοντες οφείλουν να συμπληρώσουν ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο καταγράφοντας τα τρόφιμα, τα υποδήματα, τα ρούχα, τα κοσμήματα, τα ποδήλατα, τις κουβέρτες, τα σεντόνια, τα ασημικά, τα κουζινικά και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο στον εργαζόμενο λαό. [...] Ο καθένας υποχρεούται να βοηθά τις επιτροπές απαλλοτρίωσης σε αυτή την ιερή αποστολή τους, [...] Όσοι δεν υπακούουν στις διαταγές των επιτροπών απαλλοτρίωσης θα συλλαμβάνονται πάραυτα. Εκείνοι που θα προβάλλουν αντίσταση θα εκτελούνται επιτόπου».

Όπως το παραδεχόταν και ο Λάτσις, ο αρχηγός της Τσεκά της Ουκρανίας, σε μια εσωτερική εγκύκλιο για τις τοπικές Τσεκά, όλες αυτές οι «απαλλοτριώσεις» πήγαιναν στις τσέπες των αντρών της Τσεκά και των άλλων αρχηγίσκων των αναρίθμητων αποσπασμάτων επιτάξεων και απαλλοτριώσεων των Ερυθροφρουρών που έσπευδαν πολυπληθείς σε παρόμοιες περιστάσεις.

Το δεύτερο στάδιο των απαλλοτριώσεων ήταν η κατάσχεση των διαμερισμάτων των αστών. Σε αυτό τον «ταξικό πόλεμο», η ταπείνωση των ηττημένων έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο: «Στο ψάρι ταιριάζει η σάλτσα. Στην μπουρζουαζία ταιριάζει η εξουσία που τιμωρεί αυστηρά και σκοτώνει», μπορούσε να διαβάσει κανείς στην προαναφερθείσα εφημερίδα της Οδησσού στις 26 Απριλίου 1919. «Αν εκτελέσουμε μερικές δεκάδες από αυτούς τους αλήτες, από αυτούς τους ηλίθιους, αν τους στείλουμε να σκουπίζουν τους δρόμους, αν υποχρεώσουμε τις συζύγους τους να καθαρίζουν τα στρατόπεδα των Ερυθροφρουρών (κάτι που δεν θα ήταν λιγοστή τιμή γι’ αυτές), τότε θα καταλάβουν ότι η εξουσία μας είναι ισχυρή κι ότι καμιά βοήθεια δεν πρόκειται να έρθει από τους Αγγλους και τους Οτεντότους»117.

Θέμα που επανέρχεται σε πολλά άρθρα των εφημερίδων των μπολσεβίκων στην Οδησσό, στο Κίεβο, στο Χαρκόφ, στο Γιεκατερινοσλάβ αλλά επίσης και στο Περμ, στα Ουράλια, ή στο Νίζνι-Νόβγκοροντ, η ταπείνωση των «γυναικών της μπουρζουαζίας», που υποχρεώνονται να καθαρίζουν τα αποχωρητήρια και τα στρατόπεδα των ανδρών της Τσεκά ή των Ερυθροφρουρών, μοιάζει να ήταν καθημερινή πρακτική. Όμως συνιστούσε επίσης και μια μετριοπαθή και «πολιτικώς παρουσιάσιμη» εκδοχή μιας πραγματικότητας πολύ πιο σκληρής: των βιασμών που, σύμφωνα με πολυάριθμες συγκλίνουσες μαρτυρίες, είχαν πάρει τεράστιες διαστάσεις, ειδικότερα μετά την ανακατάληψη της Ουκρανίας, των περιοχών των Κοζάκων και της Κριμαίας το 1920.

Τελευταίο λογικό στάδιο της «εξόντωσης της μπουρζουαζίας ως κοινωνικής τάξης», οι εκτελέσεις των κρατουμένων, των υπόπτων και των ομήρων που είχαν φυλακιστεί μόνον και μόνο επειδή ανήκαν στις «κατέχουσες τάξεις», επιβεβαιώνονται σε πολλές πόλεις που κυριεύονταν από τους μπολσεβίκους. Στο Χαρκόφ, ανάμεσα σε και 3.000 εκτελέσεις τον Φεβρουάριο-Ιούνιο 1919 - ανάμεσα σε 1.000 και 2.000 μετά την ανακατάληψη της πόλης τον Δεκέμβριο του 1919. Στο Ροστόφ επί του Ντον, περίπου 1.000 τον Ιανουάριο του 1920 - στην Οδησσό, 2.200 μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 1919, κατόπιν μεταξύ 1.500 και 3.000 από τον Φεβρουάριο του 1920 ώς τον Φεβρουάριο του 1921. Στο Κίεβο τουλάχιστον 3.000 μεταξύ Φεβρουάριου και Αυγούστου 1919. Στο Γιεκατερίνονταρ, το λιγότερο 3.000 μεταξύ Αυγούστου 1920 και Φεβρουάριου 1921. Στο Αρμαβίρ, μικρή πόλη του Κουμπάν, ανάμεσα σε 2.000 και 3.000 μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου 1920. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακράν.

Στην πραγματικότητα, πολλές ακόμη εκτελέσεις έλαβαν χώρα και σε άλλα μέρη, όμως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ερευνών σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από τις σφαγές. Έτσι, γνωρίζουμε πολύ καλύτερα αυτά που συνέβησαν στην Ουκρανία ή στο νότο της Ρωσίας παρά στον Καύκασο, στην κεντρική Ασία ή στα Ουράλια. Σε γενικές γραμμές, οι εκτελέσεις επιταχύνονταν όταν πλησίαζε ο εχθρός, τη στιγμή όπου οι μπολσεβίκοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και «άδειαζαν» τις φυλακές. Στο Χαρκόφ, στη διάρκεια των δύο ημερών που προηγήθηκαν από την άφιξη των Λευκών, στις 8 και 9 Ιουνίου 1919, εκατοντάδες όμηροι εκτελέστηκαν. Στο Κίεβο, περισσότερα από 1.800 άτομα δολοφονήθηκαν μεταξύ 22 και 28 Αυγούστου 1919, πριν την ανακατάληψη της πόλης από τους Λευκούς στις 30 Αυγούστου. Το ίδιο σενάριο και στο Γιεκατερίνονταρ όπου, εν όψει της προέλασης των στρατευμάτων των Κοζάκων, ο Αταρμπέκοφ, ο αρχηγός της τοπικής Τσεκά, έστειλε στο απόσπασμα μέσα σε τρεις μέρες, από τις 17 μέχρι τις 19 Αυγούστου 1920, 1.600 «μπουρζουάδες» αυτής της μικρής επαρχιακής πόλης που αριθμούσε, πριν τον πόλεμο, λιγότερους από 30.000 κατοίκους"118.

Τα ντοκουμέντα των επιτροπών ερεύνης των μονάδων του Λευκού Στρατού που έφταναν στις πόλεις μερικές μέρες, ακόμη και μερικές ώρες μετά από τις εκτελέσεις, περιέχουν πλήθος καταθέσεων, μαρτυριών, εκθέσεων αυτοψιών, φωτογραφιών σχετικών με τις σφαγές και την ταυτότητα των θυμάτων. Κι αν οι εκτελεσμένοι της «τελευταίας στιγμής», που δολοφονούνταν βιαστικά με μια σφαίρα στο σβέρκο, δεν παρουσίαζαν κατά κανόνα ίχνη βασανιστηρίων, τα πράγματα ήταν διαφορετικά όταν επρό- κειτο για τα πτώματα που ξεθάβονταν από παλαιότερους ομαδικούς τάφους. Η χρήση των πιο φριχτών βασανιστηρίων επιβεβαιώνεται από εκθέσεις αυτοψιών, αποδεικτικά υλικά στοιχεία και μαρτυρίες. Λεπτομερείς περιγραφές αυτών των βασανιστηρίων περιλαμβάνονται κυρίως στο προαναφερθέν βιβλίο του Μελγκούνοφ και στην έκθεση του κεντρικού πολιτικού γραφείου του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος με τίτλο Tcheka, που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1922 (119).

Οι σφαγές έφτασαν στο απόγειό τους στην Κριμαία, μετά από την αποχώρηση και των τελευταίων μονάδων του Λευκού Στρατού του Βράνγκελ και των αμάχων που είχαν ξεφύγει από την προέλαση των μπολσεβίκων. Σε διάστημα μερικών εβδομάδων, από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1920, περί τα 50.000 άτομα τυφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν120. Ένα μεγάλο μέρος των εκτελέσεων έλαβε χώρα αμέσως μετά την επιβίβαση σε πλοία των στρατευμάτων του Βράνγκελ. Στη Σεβαστούπολη, αρκετές εκατοντάδες λιμενεργάτες εκτελέστηκαν σας 26 Νοεμβρίου επειδή είχαν βοηθήσει την εκκένωση των μονάδων των Λευκών. Στις 28 και 30 Νοεμβρίου, τα φύλλα της Izvestia της επαναστατικής επιτροπής της Σεβαστούπολης δημοσίευσαν δύο καταλόγους με ονόματα εκτελεσθέντων. Ο πρώτος περιείχε 1.634, ο δεύτερος 1.202. Στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ο πυρετός των πρώτων ομαδικών εκτελέσεων είχε κοπάσει, οι αρχές προχώρησαν, λαμβανομένων των περιστάσεων, σ’ ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο φακέλωμα του πληθυσμού των κυριοτέρων πόλεων της Κριμαίας όπου, κατά την άποψή τους, κρύβονταν δεκάδες -ίσως κι εκατοντάδες- χιλιάδες αστοί οι οποίοι είχαν καταφύγει σε αυτά τα παραδοσιακά θέρετρα από όλη τη Ρωσία. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Λένιν διακήρυξε ενώπιον μιας συνέλευσης υπευθύνων στη Μόσχα ότι μπουρζουάδες είχαν συγκεντρωθεί στην Κριμαία. Έδωσε τη διαβεβαίωση πως, στο εγγύς μέλλον, αυτά τα «στοιχεία» τα οποία συνιστούσαν μια «δεξαμενή κατασκόπων και πρακτόρων έτοιμων να δώσουν χείρα βοήθειας στον καπιταλισμό» θα «τιμωρούνταν»121

Οι στρατιωτικές αλυσίδες που έκλειναν τον ισθμό του Περεκόπ, μόνη χερσαία διέξοδο, ενισχύθηκαν. Αφού στήθηκε η παγίδα, διέταξαν κάθε κάτοικο να παρουσιαστεί στην Τσεκά και να συμπληρώσει ένα μακροσκελές ανακριτικό έντυπο που περιελάμβανε καμιά πενηνταριά ερωτήσεις για την κοινωνική του καταγωγή, το παρελθόν του, τις δραστηριότητες του, τα εισοδήματά του, καθώς επίσης και για το τι έκανε τον Νοέμβριο του 1920, τι πίστευε για την Πολωνία, τον Βράνγκελ, τους μπολσεβίκους κλπ. Με βάση αυτές τις «ανακρίσεις», ο πληθυσμός διαιρέθηκε σε τρεις κατηγορίες: όσους προορίζονταν για εκτέλεση, εκείνους που θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι αυτούς που θα γλίτωναν. Οι μαρτυρίες των ελάχιστων που επιβίωσαν, και οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες των προσφύγων το 1921, περιγράφουν τη Σεβαστούπολη, από τις πόλεις που χτυπήθηκαν αγριότερα από την καταστολή, ως «πόλη κρεμασμένων». «Η λεωφόρος Νακιμόφσκι ήταν γεμάτη πτώματα απαγχονισμένων αξιωματικών, στρατιωτών, πολιτών, που είχαν συλληφθεί στους δρόμους. [...] Η πόλη ήταν νεκρή, ο πληθυσμός κρυβόταν στις αποθήκες και τις σοφίτες. Παντού, στους φράχτες, στους τοίχους των σπιτιών, στα τηλεγραφόξυλα, στις βιτρίνες των μαγαζιών υπήρχαν αφίσες με το σύνθημα “Θάνατος στους προδότες”. [...] Τους κρεμούσαν στους δρόμους για λόγους διαπαιδαγώγησης»

Το τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης μεταξύ Λευκών και Κόκκινων δεν έδωσε τέλος στην καταστολή. Τα στρατιωτικά μέτωπα του εμφυλίου δεν υπήρχαν πια, ωστόσο ο πόλεμος της «ειρήνευσης» και του «ξεριζώματος» θα εξακολουθούσε για άλλα δύο χρόνια περίπου.